.
.
fullscreen
Διψούν τ’ ελάφι͜α σα βουνά,
τα ζαρκάδι͜α σα όρη
Διψά κι η διπλοθάλαμος,
διψά τη Γιάννε η κάλη

-Ε! πεθερά, ε! πεθερά,
χουλιάρ’ νερόν, εκάγα!
-Την πεθερά σ’ μη λες ατο,
πέ’ ατο και τον Γιάννεν

-Ε! Γιάννε μ’ και Μονόγιαννε μ’,
Χουλιάρ’ νερόν, εκάγα!

Κι ο Γιάννες, ο Μονόγιαννες
ο μαναχόν ο Γιάννες
Ο Γιάννες επεπέρνιξεν
και σο πεγάδ’ επήεν
Γαργάριξεν η μαστραπάν,
κι εγνέφιξεν ο δράκον
Κι εξέβεν δράκος άγγελος
και θέλ’ να τρώει τον Γιάννεν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
γαργάριξεν(ηχομ. λέξη) έκανε κρότο
διπλοθάλαμοςέγκυος γυναίκα
εγνέφιξενξύπνησε
εκάγακάηκα
εξέβενβγήκε, ανέβηκε
επεπέρνιξενσηκώθηκε πολύ πρωί, σηκώθηκε από ύπνο
επήενπήγε
κάληη αγαπητή σύζυγος, η σύζυγος
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μαστραπάνμικρή μεταλλική, πήλινη ή και γυάλινη κανάτα maşrapa/maşraba
πέ’(προστ.) πες
πεγάδ’βρύση
χουλιάρ’κουτάλι κοχλιάριον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
γαργάριξεν(ηχομ. λέξη) έκανε κρότο
διπλοθάλαμοςέγκυος γυναίκα
εγνέφιξενξύπνησε
εκάγακάηκα
εξέβενβγήκε, ανέβηκε
επεπέρνιξενσηκώθηκε πολύ πρωί, σηκώθηκε από ύπνο
επήενπήγε
κάληη αγαπητή σύζυγος, η σύζυγος
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μαστραπάνμικρή μεταλλική, πήλινη ή και γυάλινη κανάτα maşrapa/maşraba
πέ’(προστ.) πες
πεγάδ’βρύση
χουλιάρ’κουτάλι κοχλιάριον
Μονόγιαννες

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost