.
.
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Τα στράτας ι-σ’ ωρίαζα,
κρύον επέρα, βέχω
Για τ’ έναν ξεροφίλεμαν
νύχταν, ημέραν τρέχω

Ε! τσουνίτσας θεγατέρα,
πάντα λες με «δέβα κι έλα»
Μετ’ ατό χαρεντερί͜εις με
κι έναν φίλεμαν ’κι δί’ς με

Έρθα σ’ οσπίτι σ’, ’κ’ εύρα σε,
εκλείδωσες κι εδέβες
Ατσ̌άπ’ τίναν εγάπεσες
κι εμέναν επιδέβες;

Ε! τσουνίτσας θεγατέρα,
πάντα λες με «δέβα κι έλα»
Μετ’ ατό χαρεντερί͜εις με
κι έναν φίλεμαν ’κι δί’ς με

Ρίζα μ’, τ’ ομούτι͜α ’κ’ έκοψα,
ακόμαν αναμένω
Απάν’ ση στράταν κάθουμαι
και την ὲλα σ’ περ’μένω

Ε! τσουνίτσας θεγατέρα,
πάντα λες με «δέβα κι έλα»
Μετ’ ατό χαρεντερί͜εις με
κι έναν φίλεμαν ’κι δί’ς με
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απάν’πάνω
ατσ̌άπ’άραγε, αναρωτιέμαι acep/ʿaceb
βέχωβήχω
δέβα(προστ.) πήγαινε
δί’ςδίνεις
εγάπεσεςαγάπησες
εδέβεςπέρασες, έφυγες, διάβηκες διαβαίνω
ὲλαερχομός, άφιξη
επέραπήρα
επιδέβεςέφυγες, άφησες πίσω, προσπέρασες, ξεπέρασες
έρθαήρθα
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
θεγατέραθυγατέρα, κόρη
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ομούτι͜αελπίδες umut
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
περ’μένωπεριμένω
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τίνανποιον/α
φίλεμανφιλί
χαρεντερί͜ειςχαροποιείς, ψυχαγωγείς
ωρίαζαπρόσεχα, φύλαγα, επέβλεπα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απάν’πάνω
ατσ̌άπ’άραγε, αναρωτιέμαι acep/ʿaceb
βέχωβήχω
δέβα(προστ.) πήγαινε
δί’ςδίνεις
εγάπεσεςαγάπησες
εδέβεςπέρασες, έφυγες, διάβηκες διαβαίνω
ὲλαερχομός, άφιξη
επέραπήρα
επιδέβεςέφυγες, άφησες πίσω, προσπέρασες, ξεπέρασες
έρθαήρθα
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
θεγατέραθυγατέρα, κόρη
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ομούτι͜αελπίδες umut
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
περ’μένωπεριμένω
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τίνανποιον/α
φίλεμανφιλί
χαρεντερί͜ειςχαροποιείς, ψυχαγωγείς
ωρίαζαπρόσεχα, φύλαγα, επέβλεπα
Τα στράτας ι-σ’ ωρίαζα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost