.
.
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Σουμά σα ξημερώματα
και σα πετεινολάλι͜α
’κ’ επόρ’να να εγνέφιζα,
γλυκύν έτον η εγκάλια

Ξ̌ι, ξ̌ι, ξ̌ι τα κοσσάρας,
χάι, χάι τα πετεινάρι͜α
Λέγ’νε με «σούκ’ και δέβα πλάν»
και σα πετεινολάλι͜α

Σουμά σα ξημερώματα
εξέβαν δύο άστρα
Τ’ έναν ομοι͜άζ’ τον πρόσωπο σ’,
τ’ άλλο τα ψ̌ήα σ’ τ’ άσπρα

Ξ̌ι, ξ̌ι, ξ̌ι τα κοσσάρας,
χάι, χάι τα πετεινάρι͜α
Λέγ’νε με «σούκ’ και δέβα πλάν»
και σα πετεινολάλι͜α

Σουμά σα ξημερώματα
λέγ’νε με «σούκ’ και δέβα»
Εφέκα την τρυγόνα μου,
ραχ̌όπα επιδέβα

Ξ̌ι, ξ̌ι, ξ̌ι τα κοσσάρας,
χάι, χάι τα πετεινάρι͜α
Λέγ’νε με «σούκ’ και δέβα πλάν»
και σα πετεινολάλι͜α
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
γλυκύνγλυκιά/ό
δέβα(προστ.) πήγαινε
εγκάλιααγκαλιά
εγνέφιζαξυπνούσα
εξέβανβγήκαν
επιδέβαέφυγα, άφησα πίσω, προσπέρασα, ξεπέρασα
επόρ’ναμπορούσα
έτονήταν
εφέκαάφησα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κοσσάρας(πληθ.) κότες, (γεν.) κότας, οι κλώσσες (ιδιωμ.Νικόπολης)
λέγ’νελένε
ομοι͜άζ’ομοιάζει, μοιάζει
πετεινάρι͜α(υποκορ.) πετεινοί
πετεινολάλι͜αχαράματα, η ώρα που λαλούν οι πετεινοί
πλάνπλάι, πλαϊνό/ παρακείμενο μέρος, παραπέρα
ραχ̌όπαραχούλες, βουνά
σούκ’(προστ.) σήκω
σουμάκοντά
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
γλυκύνγλυκιά/ό
δέβα(προστ.) πήγαινε
εγκάλιααγκαλιά
εγνέφιζαξυπνούσα
εξέβανβγήκαν
επιδέβαέφυγα, άφησα πίσω, προσπέρασα, ξεπέρασα
επόρ’ναμπορούσα
έτονήταν
εφέκαάφησα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κοσσάρας(πληθ.) κότες, (γεν.) κότας, οι κλώσσες (ιδιωμ.Νικόπολης)
λέγ’νελένε
ομοι͜άζ’ομοιάζει, μοιάζει
πετεινάρι͜α(υποκορ.) πετεινοί
πετεινολάλι͜αχαράματα, η ώρα που λαλούν οι πετεινοί
πλάνπλάι, πλαϊνό/ παρακείμενο μέρος, παραπέρα
ραχ̌όπαραχούλες, βουνά
σούκ’(προστ.) σήκω
σουμάκοντά
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
Σουμά σα ξημερώματα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost