.
.
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Έταιρον κι η λυγερή
πάν’ όλεν τον ποταμόν
Έταιρον επέρνιξεν,
και η κόρ’ ’κ’ επόρεσεν

-Πέρνιξον με, Έταιρε,
το τσ̌αρκούλι μ’ δίγω σε
-Νιά περνήν περνίζω σε,
νιά τσ̌αρκούλιν παίρω σε 
Άλλο τάμαν τάξον με
κι εγώ εσέν περνίζω σε

-Πέρνιξον με, Έταιρε,
το βραχ̌ι͜άλι μ’ δίγω σε
-Ντό να ’φτάγω τ’ άκλερον;
τ’ άψιμον να καίει ατο
Άλλο τάμαν τάξον με
κι εγώ εσέν περνίζω σε

-Ας σην ψ̌η μ’ κι ανέτερον
τ’ άλλα όλια δίγω σε

Ας σο χ̌έρ’ επέρπαξεν
κι ατέν πέραν έσυρεν
-Αρ’ δος, κόρη, ντ’ έταξες
και ντ’ εσυνετάγαμε

-Έμπρι͜α μου λιβάδι͜α είν’,
πάω εκεί και δίγω σε
-Έρθαμε κι εξέρθαμε
κι εξεκαμπανίσταμε
Αρ’ δος, κόρη, ντ’ έταξες
και ντ’ εσυνετάγαμε

-Δέξτε͜ ατον τη σ̌κύλ’ τον γιον!
Εγώ ’δέν ’κι δίγ’ ατον!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άκλερονάκληρο, φτωχό, δύστυχο, ταλαίπωρο
ανέτερονανώτερο, πλην/εκτός
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατέναυτήν
άψιμονφωτιά
βραχ̌ι͜άλιβραχιόλι βραχιάλιον<bracchiale<βραχίων
’δέντίποτα
δέξτε(προστ.) διώξτε
δίγ’δίνω
δίγωδίνω
δοςδώσε
είν’(για πληθ.) είναι
έμπρι͜αμπροστά ἐμπρός
εξεκαμπανίσταμεαπομακρυνθήκαμε πολύ, ξεμακραίναμε
εξέρθαμεφτάσαμε
επέρνιξενδιέσχισε, πέρασε απέναντι
επέρπαξενάρπαξε
επόρεσενμπόρεσε
έρθαμεήρθαμε
εσυνετάγαμεσυμφωνήσαμε, συνταχθήκαμε
έσυρενέσυρε, τράβηξε, έριξε
έταιρεσύντροφε! συνοδοιπόρε!
έταιρονσύντροφος, συνοδοιπόρος
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
νιάούτε ne
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
όλιαόλα
παίρωπαίρνω
περνήνδιάβαση, περασιά
περνίζωδιασχίζω, περνώ απέναντι
πέρνιξον(προστ.) διέσχισε, πέρασε απέναντι
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
τάξον(προστ.) τάξε
τσ̌αρκούλιγυναικεία καλύπτρα, λειρί πτηνού
τσ̌αρκούλινλειρί πτηνού
’φτάγω(ευτάγω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
χ̌έρ’χέρι
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άκλερονάκληρο, φτωχό, δύστυχο, ταλαίπωρο
ανέτερονανώτερο, πλην/εκτός
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατέναυτήν
άψιμονφωτιά
βραχ̌ι͜άλιβραχιόλι βραχιάλιον<bracchiale<βραχίων
’δέντίποτα
δέξτε(προστ.) διώξτε
δίγ’δίνω
δίγωδίνω
δοςδώσε
είν’(για πληθ.) είναι
έμπρι͜αμπροστά ἐμπρός
εξεκαμπανίσταμεαπομακρυνθήκαμε πολύ, ξεμακραίναμε
εξέρθαμεφτάσαμε
επέρνιξενδιέσχισε, πέρασε απέναντι
επέρπαξενάρπαξε
επόρεσενμπόρεσε
έρθαμεήρθαμε
εσυνετάγαμεσυμφωνήσαμε, συνταχθήκαμε
έσυρενέσυρε, τράβηξε, έριξε
έταιρεσύντροφε! συνοδοιπόρε!
έταιρονσύντροφος, συνοδοιπόρος
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
νιάούτε ne
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
όλιαόλα
παίρωπαίρνω
περνήνδιάβαση, περασιά
περνίζωδιασχίζω, περνώ απέναντι
πέρνιξον(προστ.) διέσχισε, πέρασε απέναντι
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
τάξον(προστ.) τάξε
τσ̌αρκούλιγυναικεία καλύπτρα, λειρί πτηνού
τσ̌αρκούλινλειρί πτηνού
’φτάγω(ευτάγω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
χ̌έρ’χέρι
ψ̌ηψυχή
Έταιρον κι η λυγερή

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost