.
.
Σο μεϊτάν’ τα λύρας παίζ’νε

Τας̌ και Τους̌

Τας̌ και Τους̌
fullscreen
Λυριτζ̌ή, παίξον το Τας
σο χορόν ευτάνε πάσ̌’
Δύο-δύο τα κορτσόπα
άμον πετεμί’ καντζόπα

Έλα έμπα σο χορόν,
Τας και Τους̌ ούς να μερών’⇋

Λυριτσ̌ή, γαβούρεψον
θα χορεύ’ τ’ αρνίν τ’ εμόν
Τ’ ομματόπα ’θε μαβία,
γουρπάν’ σ’ ατεινές τα ψ̌ήα

Έλα έμπα σο χορόν,
Τας και Τους̌ ούς να μερών’⇋

Τας χορεύ’νε π’ αγαπούν
και κρυφά-κρυφά τερούν
Με το Τας οι σεβνταλήδες
θα χωρίζ’νε νισ̌αλήδες

Έλα έμπα σο χορόν,
Τας και Τους̌ ούς να μερών’⇋

Το τοξάρ’ απάν’ σο τέλ’
ζάχαρην εβγάλ’ και μέλ’
Τας χορεύ’νε και ζαντύν’νε
τα τσ̌εχέλ’κα παλαλύν’νε¹

Έλα έμπα σο χορόν,
Τας και Τους̌ ούς να μερών’⇋

Έλα έμπα σο χορόν,
Τας και Τους̌ ούς να μερών’⇋
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
ατεινέςαυτηνής
γαβούρεψον(προστ.) ξερόψησε, (προστ.) καβούρδισε, (προστ.) τηγάνισε, ως προτροπή σε οργανοπαίκτη να συνεχίσει να παίζει με το ίδιο πάθος kavurmak
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
εβγάλ’βγάλει
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμπα(προστ.) μπες
ευτάνεκάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
ζαντύν’νετρελαίνονται σάννας
’θετου/της
καντζόπακαρποί
κορτσόπακοριτσάκια
μέλ’μέλι
μερών’μερώνει, ξημερώνει
νισ̌αλήδεςαρραβωνιασμένοι nişanlı<nişān
ομματόπαματάκια
παίξον(προστ.) παίξε
πάσ̌’(εν συνθέσει με το ρήμα ευτάω) τα βγάζω πέρα baş etmek
πετεμί’αμυγδάλου badem/bādām
σεβνταλήδεςερωτοχτυπημένοι, ερωτευμένοι sevdalı
Ταςονομασία αντικρυστού ποντιακού χορού
τέλ’σύρμα, χορδή μουσικού οργάνου tel
τερούνκοιτούν
τοξάρ’δοξάρι
τσ̌εχέλ’καάπειρα, ανώριμα, άβγαλτα cehil/cehl
χορεύ’χορεύω/ει
χορεύ’νεχορεύουν
χωρίζ’νεχωρίζουν, ξεδιαλέγουν
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
ατεινέςαυτηνής
γαβούρεψον(προστ.) ξερόψησε, (προστ.) καβούρδισε, (προστ.) τηγάνισε, ως προτροπή σε οργανοπαίκτη να συνεχίσει να παίζει με το ίδιο πάθος kavurmak
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
εβγάλ’βγάλει
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμπα(προστ.) μπες
ευτάνεκάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
ζαντύν’νετρελαίνονται σάννας
’θετου/της
καντζόπακαρποί
κορτσόπακοριτσάκια
μέλ’μέλι
μερών’μερώνει, ξημερώνει
νισ̌αλήδεςαρραβωνιασμένοι nişanlı<nişān
ομματόπαματάκια
παίξον(προστ.) παίξε
πάσ̌’(εν συνθέσει με το ρήμα ευτάω) τα βγάζω πέρα baş etmek
πετεμί’αμυγδάλου badem/bādām
σεβνταλήδεςερωτοχτυπημένοι, ερωτευμένοι sevdalı
Ταςονομασία αντικρυστού ποντιακού χορού
τέλ’σύρμα, χορδή μουσικού οργάνου tel
τερούνκοιτούν
τοξάρ’δοξάρι
τσ̌εχέλ’καάπειρα, ανώριμα, άβγαλτα cehil/cehl
χορεύ’χορεύω/ει
χορεύ’νεχορεύουν
χωρίζ’νεχωρίζουν, ξεδιαλέγουν
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
Τας̌ και Τους̌
Σημειώσεις
¹ Ορθότερη η χρήση του «παλαλούνταν»=τρελαίνονται στην ποντιακή

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost