.
.
Πόντον ανέσπαλτα

Αναστορώ

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Αναστορώ
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ούλι͜α τα γωνίας τη πατρίδας ι-μ’ είν’ έμορφα. Κι όντας εθέκα ’τα σιμά-σιμά αρ’ ατότες εγροίκ’σα ντο έλεε με -ν- η γιάγια μ’ η Ελένκω, ο πάππο μ’ ο Απόστολον και ούλ’ οι παλαιοί...Όντας αραεύ’ς πούθεν εκέσ’ έν’ ο παράδεισον αρ’ ατότες θα τερείς σην ανατολήν...σην ανατολήν πολλά βαθέα. Κλείδωσον τ’ ομμάτι͜α σ’ και τέρεν. Τέρεν γιατί μαναχόν σο όρωμα σ’ θα ελέπ’ς αΐκα εμορφίας. Θάλασσαν αγριεμένον, παρχάρι͜α με τη κόσμου τα μανουσ̌άκια και τα τσ̌ιτσ̌έκια, πουλία να κελαηδούν όλεν την ημέρα. Ποτάμι͜α...’κ’ επόρεσα καμίαν να μετρώ ατα. Τ’ άστρα ’θε, ο φέγγον, η δείσα και εείνον το πράσινον. Όθεν κι αν ετέρ’νες πράσινον. Κι απέσ’ σ’ εκείνον το πράσινον πολιτείας έμορφα σιμά σο γιαλόν. Χωρία χ̌ιλιέμορφα απάν’ σα ραχ̌ία και η κεμεντζ̌έ με τ’ έμορφον τη λαλία ’θε. Ούλ’ ατότε εγέλαναμε και εχ̌αίρουμ’νες. Γιατί η πατρίδα σ’, πουλί μ’, μαναχόν γέλτα και χαράδες είχ̌εν...

♫

Αναστορώ τα παλαιά
και η γούλα μ’ γομούται
Κρού’νε σο νου μ’ τα μέρι͜α μουν
κι η καρδι͜ά μ’ φαρμακούται

Έκιτι τόπι͜α έμορφα,
τη πατρίδας χωρία
Ραχ̌όπα που επέμ’νετε
με τα νερά τα κρύα

Θυμούμαι τα ψηλά ραχ̌ι͜ά,
τα πράσινα χορτάρι͜α,
τ’ άσπρα τα χ̌ι͜όνι͜α, τη βρεχ̌ή
τ’ έμορφα τα παρχάρι͜α
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αΐκατέτοια/ες
αναστορώθυμάμαι, αναπολώ
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αραεύ’ςψάχνεις, αναζητάς, γυρεύεις aramak
ατααυτά
ατότετότε
ατότεςτότε
βαθέαβαθιά
βρεχ̌ήβροχή
γομούταιγεμίζει, βουρκώνει, κομπιάζει
γούλαλαιμός gula
δείσαομίχλη δεῖσα=υγρασία, λάσπη, βρωμιά
εγροίκ’σακατάλαβα
εείνονεκείνον
εθέκαέθεσα, τοποθέτησα, έβαλα
είν’(για πληθ.) είναι
εκέσ’εκεί
έκιτιέκφραση αναπόλησης που υποδηλώνει νοσταλγία για κάτι παρελθοντικό hey gidi
έλεεέλεγε
ελέπ’ςβλέπεις
έμορφαόμορφα
εμορφίας(πληθ. τα) ομορφιές, (γεν. τη) ομορφιάς
έμορφονόμορφο
έν’είναι
επέμ’νετεαπομείνατε
επόρεσαμπόρεσα
ετέρ’νεςκοιτούσες
εχ̌αίρουμ’νεςχαιρόμασταν
’θετου/της
θυμούμαιθυμάμαι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμίανποτέ
κεμεντζ̌έλύρα kemençe/kemānçe
κλείδωσον(προστ.) κλείδωσε κτ με κλειδαριά, κλείσε
κρού’νεχτυπούν κρούω
κρού’νε σο νου μ’έρχονται στο νου μου/στη σκέψη μου κρούω
λαλίαλαλιά, φωνή
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μανουσ̌άκιαμενεξέδες/βιολέτες մանուշակ (manušak)<manafšak
μέρι͜αμέρη
μουνμας
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
ομμάτι͜αμάτια
όνταςόταν
όρωμαόνειρο
ούλ’όλοι
ούλι͜αόλα
παλαιοίπαλιοί
πάπποπαππούς
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
ραχ̌ίαράχες, βουνά
ραχ̌όπαραχούλες, βουνά
τερείςκοιτάς
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τόπι͜ατόποι, μέρη
τσ̌ιτσ̌έκιαλουλούδια çiçek
φαρμακούταιφαρμακώνεται
φέγγονφεγγάρι
χ̌ιλιέμορφαχιλιόμορφα
χωρίαχωριά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αΐκατέτοια/ες
αναστορώθυμάμαι, αναπολώ
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αραεύ’ςψάχνεις, αναζητάς, γυρεύεις aramak
ατααυτά
ατότετότε
ατότεςτότε
βαθέαβαθιά
βρεχ̌ήβροχή
γομούταιγεμίζει, βουρκώνει, κομπιάζει
γούλαλαιμός gula
δείσαομίχλη δεῖσα=υγρασία, λάσπη, βρωμιά
εγροίκ’σακατάλαβα
εείνονεκείνον
εθέκαέθεσα, τοποθέτησα, έβαλα
είν’(για πληθ.) είναι
εκέσ’εκεί
έκιτιέκφραση αναπόλησης που υποδηλώνει νοσταλγία για κάτι παρελθοντικό hey gidi
έλεεέλεγε
ελέπ’ςβλέπεις
έμορφαόμορφα
εμορφίας(πληθ. τα) ομορφιές, (γεν. τη) ομορφιάς
έμορφονόμορφο
έν’είναι
επέμ’νετεαπομείνατε
επόρεσαμπόρεσα
ετέρ’νεςκοιτούσες
εχ̌αίρουμ’νεςχαιρόμασταν
’θετου/της
θυμούμαιθυμάμαι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμίανποτέ
κεμεντζ̌έλύρα kemençe/kemānçe
κλείδωσον(προστ.) κλείδωσε κτ με κλειδαριά, κλείσε
κρού’νεχτυπούν κρούω
κρού’νε σο νου μ’έρχονται στο νου μου/στη σκέψη μου κρούω
λαλίαλαλιά, φωνή
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μανουσ̌άκιαμενεξέδες/βιολέτες մանուշակ (manušak)<manafšak
μέρι͜αμέρη
μουνμας
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
ομμάτι͜αμάτια
όνταςόταν
όρωμαόνειρο
ούλ’όλοι
ούλι͜αόλα
παλαιοίπαλιοί
πάπποπαππούς
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
ραχ̌ίαράχες, βουνά
ραχ̌όπαραχούλες, βουνά
τερείςκοιτάς
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τόπι͜ατόποι, μέρη
τσ̌ιτσ̌έκιαλουλούδια çiçek
φαρμακούταιφαρμακώνεται
φέγγονφεγγάρι
χ̌ιλιέμορφαχιλιόμορφα
χωρίαχωριά
Αναστορώ
Σημειώσεις
Μέλη Χορωδίας:
Γαβριηλίδης Παναγιώτης (χοράρχης)
• Αγιαννίδου Ελένη
• Βασιλειάδης Παναγιώτης
• Γρηγοριάδης Απόστολος
• Εμερτζιάδης Γεώργιος
• Εμερτζιάδου Μαρία
• Ηλιοπούλου Βέτα
• Καβαλίδου Ευθυμία
• Κοκκινίδου Ελένη
• Κοκκινίδου Σοφία
• Κουσίδου Όλγα
• Κουφατσίδου Βούλα
• Κωστίδης Παναγιώτης
• Λαζαρίδου Ελένη
• Λαζαρίδου Φ.
• Λυκόπουλος Παναγιώτης
• Μασσά Ιωάννα
• Νοχουτίδου Ευδοξία
• Πατσιάδου Κυριακή
• Ραπτόπουλος Ιωάννης
• Ραπτόπουλος Ιωάννης
• Στεφανίδου Παρθένα
• Τομπάζη Στέλλα
• Τοπάλογλου Ελευθερία
• Τουμπουλίδης Χαράλαμπος
• Τσανακλίδης Ιωάννης
• Τσιπλίδου Μαρία
• Τσομπάνη Σοφία

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost