
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ο Γιάννες ο Μονόγιαννες, ο μαναχόν ο Γιάννες Ο Γιάννες επεπέρνιξεν και σο πεγάδ’ επήεν Εντώκεν και την μαστραπάν, και -ν- εγνέφιξεν ο δράκον [Και -ν-] Εξέβεν δράκος άγγελος και θέλ’ να τρώει τον Γιάννεν Καλώς, καλώς το πρόγεμα μ’, καλώς το δελινάρι μ’ Καλώς ντο τρώγω και δειπνώ και κείμαι και κοιμούμαι -Άφ’σον με, δράκε, άφ’σον με αρ’ πέντε-έξ’ ημέρας Ας πάω ελέπω τ’ εμετέρτς και -ν- έρχουμαι, δράκε, φά’ με
| Κείμενο | Επεξήγηση | Ετυμ. Ρίζα | Προέλευση |
|---|---|---|---|
| αρ’ | εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha | ἄρα | |
| άφ’σον | (προστ.) άφησε | ||
| δελινάρι | δείπνο | ||
| εγνέφιξεν | ξύπνησε | ||
| ελέπω | βλέπω | ||
| εμετέρτς | ημέτερους, δικούς μου (ανθρώπους) | ἡμέτερος | |
| εντώκεν | χτύπησε | ||
| έξ’ | έξω ή ο αριθμός έξι | ||
| εξέβεν | βγήκε, ανέβηκε | ||
| επεπέρνιξεν | σηκώθηκε πολύ πρωί, σηκώθηκε από ύπνο | ||
| επήεν | πήγε | ||
| έρχουμαι | έρχομαι | ||
| κείμαι | κείτομαι, ξαπλώνω | ||
| κοιμούμαι | κοιμάμαι | ||
| μαναχόν | (έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά | ||
| μαστραπάν | μικρή μεταλλική, πήλινη ή και γυάλινη κανάτα | maşrapa/maşraba | |
| πεγάδ’ | βρύση | ||
| πρόγεμα | πρόγευμα | ||
| φά’ | (προστ.) φάε |
| Κείμενο | Επεξήγηση | Ετυμ. Ρίζα | Προέλ. |
|---|---|---|---|
| αρ’ | εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha | ἄρα | |
| άφ’σον | (προστ.) άφησε | ||
| δελινάρι | δείπνο | ||
| εγνέφιξεν | ξύπνησε | ||
| ελέπω | βλέπω | ||
| εμετέρτς | ημέτερους, δικούς μου (ανθρώπους) | ἡμέτερος | |
| εντώκεν | χτύπησε | ||
| έξ’ | έξω ή ο αριθμός έξι | ||
| εξέβεν | βγήκε, ανέβηκε | ||
| επεπέρνιξεν | σηκώθηκε πολύ πρωί, σηκώθηκε από ύπνο | ||
| επήεν | πήγε | ||
| έρχουμαι | έρχομαι | ||
| κείμαι | κείτομαι, ξαπλώνω | ||
| κοιμούμαι | κοιμάμαι | ||
| μαναχόν | (έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά | ||
| μαστραπάν | μικρή μεταλλική, πήλινη ή και γυάλινη κανάτα | maşrapa/maşraba | |
| πεγάδ’ | βρύση | ||
| πρόγεμα | πρόγευμα | ||
| φά’ | (προστ.) φάε |

Μέλη Χορωδίας: Γαβριηλίδης Παναγιώτης (χοράρχης) • Αγιαννίδου Ελένη • Βασιλειάδης Παναγιώτης • Γρηγοριάδης Απόστολος • Εμερτζιάδης Γεώργιος • Εμερτζιάδου Μαρία • Ηλιοπούλου Βέτα • Καβαλίδου Ευθυμία • Κοκκινίδου Ελένη • Κοκκινίδου Σοφία • Κουσίδου Όλγα • Κουφατσίδου Βούλα • Κωστίδης Παναγιώτης • Λαζαρίδου Ελένη • Λαζαρίδου Φ. • Λυκόπουλος Παναγιώτης • Μασσά Ιωάννα • Νοχουτίδου Ευδοξία • Πατσιάδου Κυριακή • Ραπτόπουλος Ιωάννης • Ραπτόπουλος Ιωάννης • Στεφανίδου Παρθένα • Τομπάζη Στέλλα • Τοπάλογλου Ελευθερία • Τουμπουλίδης Χαράλαμπος • Τσανακλίδης Ιωάννης • Τσιπλίδου Μαρία • Τσομπάνη Σοφία
