.
.
Πόντιος και ντό γιοσμάς

Κανείται ντο έζησα

Κανείται ντο έζησα
fullscreen
Γουρτάρεψον με, εσύ Θεέ μ’,
έπαρ’ με -ν- ας γλυτώνω
Επέζεψα σο δίσακο μ’
βάσανα να φορτώνω

Σ’ αούτ’ τον κόσμον τ’ άκλερον¹
εγώ είμαι μουσαφίρης
Κανείται αδά ντο έζησα,
εποίκα το χατίρι σ’

Μανάχον πόνι͜α ση ζωή μ’,
σ’ άλλον κόσμον ας πάω
Εκείνο άλλο ’κ’ επόρεσα
σ’ άλλο τόπον να ευτάω

Σ’ άλλον τον κόσμον ’κι πονούν,
ζωή χωρίς πελιάδας
Τα ψ̌ήα χαρεμένα είν’,
λαρούνταν τα γεράδας
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
άκλερονάκληρο, φτωχό, δύστυχο, ταλαίπωρο
αούτ’αυτός/ή/ό/ά
γεράδαςπληγές, τραύματα yara
γουρτάρεψον(προστ.) γλύτωσε κτ/κπ από, σώσε, διάσωσε kurtarmak
είν’(για πληθ.) είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
επέζεψαβαρέθηκα, κουράστηκα bezmek
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
επόρεσαμπόρεσα
ευτάωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λαρούντανγιατρεύονται, θεραπεύονται
μανάχον(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
πελιάδαςβάσανα, σκοτούρες bela
πόνι͜απόνοι
χαρεμέναχαρούμενα
χατίριχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
άκλερονάκληρο, φτωχό, δύστυχο, ταλαίπωρο
αούτ’αυτός/ή/ό/ά
γεράδαςπληγές, τραύματα yara
γουρτάρεψον(προστ.) γλύτωσε κτ/κπ από, σώσε, διάσωσε kurtarmak
είν’(για πληθ.) είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
επέζεψαβαρέθηκα, κουράστηκα bezmek
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
επόρεσαμπόρεσα
ευτάωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λαρούντανγιατρεύονται, θεραπεύονται
μανάχον(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
πελιάδαςβάσανα, σκοτούρες bela
πόνι͜απόνοι
χαρεμέναχαρούμενα
χατίριχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
Κανείται ντο έζησα
Σημειώσεις
¹ Ακούγεται πιθ. εκ παραδρομής να τραγουδάει «άκλερος»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost