.
.
Παραδοσιακά

Εσύ κορτσόπον έμορφον

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Εσύ κορτσόπον έμορφον
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Εσύ κορτσόπον έμορφον
[μικρόν αρνί μ’]
ποίσον δύο μετάνοιας
[γιαρ, γιαρ/τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ]
Άνοιξον τα ξερόχ̌ερα σ’,
[μικρόν αρνί μ’]
έπαρ’ με σην εγκάλια σ’
[γιαρ, γιαρ/τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ]

Εσύ, κορτσόπον, τράνυνον
[μικρόν αρνί μ’]
(κι) εγώ -ν- ας μεγαλύνω
[γιαρ, γιαρ/τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ]
Ο κόσμος κι αν χαλάεται
[μικρόν αρνί μ’]
εγώ -ν- εσέν ’κι αφήνω
[γιαρ, γιαρ/τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
εγκάλιααγκαλιά
έμορφονόμορφο
έπαρ’(προστ.) πάρε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπονκοριτσάκι
μεγαλύνωμεγαλώνω
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
τράνυνον(προστ.) (αμεταβ.) μεγάλωσε, (μεταβ.) ανέθρεψε τρανόω-ῶ
τσ̌άνουμψυχή μου, αγαπημένε/η μου canım<can/cān
χαλάεταιχαλάει, καταστρέφεται
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
εγκάλιααγκαλιά
έμορφονόμορφο
έπαρ’(προστ.) πάρε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπονκοριτσάκι
μεγαλύνωμεγαλώνω
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
τράνυνον(προστ.) (αμεταβ.) μεγάλωσε, (μεταβ.) ανέθρεψε τρανόω-ῶ
τσ̌άνουμψυχή μου, αγαπημένε/η μου canım<can/cān
χαλάεταιχαλάει, καταστρέφεται
Εσύ κορτσόπον έμορφον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost