.
.
Takim

Τα κοκκία, τα τσαβτάρι͜α/Αναστορώ/Τικ τρομαχτόν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Τα κοκκία, τα τσαβτάρι͜α/Αναστορώ/Τικ τρομαχτόν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Τα κοκκία, τα τσ̌αβδάρι͜α,
αρ’ αβού εταράγαν
Ασ’ τ’ επήρα ’τα εκεί μέρ’,
τα μὲσα μ’ εγουράγαν

Κουμπάρε μ’, τη λάμπα άψον α’,
κι ήντι͜αν λέγω σε, γράψον α’
Ασ’ το ’φκάλι μ’ έξ’ ντ’ εδήβαν
σον δεσπότ’ αγνάεψον α’

♫

Αναστορώ τον Πόντον μουν
τη πατρίδας χωρία
Τα χ̌ι͜όνι͜α απάν’ και σα ραχ̌ι͜ά,
παρχάρι͜α και ορμία
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
αβού(ιδιωμ. Νικόπολης) αυτόν/ή/ό, έτσι
αγνάεψον(προστ.) γνωστοποίησε, εξιστόρησε anlatmak
αναστορώθυμάμαι, αναπολώ
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ασ’από
άψον(προστ.) άναψε
γράψονγράψε
Δεσπότ’δεσπότη, επίσκοπο
εγουράγανέσπασαν, διπλώθηκαν, τσακίστηκαν kırmak
εδήβαν(για τόπο) πέρασαν, διέσχισαν (για χρόνο) πέρασαν
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
εταράγανταράχθηκαν, ανακατεύτηκαν, αναμίχθηκαν ταράσσω
ήντι͜ανοτιδήποτε, ό,τι
κοκκίασιτάρια, κόκκοι σιταριού
μέρ’(μέρου, επιρρ.) πού, προς ορισμένο μέρος, όποιος
μὲσα(τα) η μέση
μουνμας
ορμίαρυάκια, ρεματιές
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
τσ̌αβδάρι͜ασίκαλη çavdar
’φκάλι(εφκάλι) (ιδιωμ. αναγραμμ.) κεφάλι
χωρίαχωριά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
αβού(ιδιωμ. Νικόπολης) αυτόν/ή/ό, έτσι
αγνάεψον(προστ.) γνωστοποίησε, εξιστόρησε anlatmak
αναστορώθυμάμαι, αναπολώ
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ασ’από
άψον(προστ.) άναψε
γράψονγράψε
Δεσπότ’δεσπότη, επίσκοπο
εγουράγανέσπασαν, διπλώθηκαν, τσακίστηκαν kırmak
εδήβαν(για τόπο) πέρασαν, διέσχισαν (για χρόνο) πέρασαν
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
εταράγανταράχθηκαν, ανακατεύτηκαν, αναμίχθηκαν ταράσσω
ήντι͜ανοτιδήποτε, ό,τι
κοκκίασιτάρια, κόκκοι σιταριού
μέρ’(μέρου, επιρρ.) πού, προς ορισμένο μέρος, όποιος
μὲσα(τα) η μέση
μουνμας
ορμίαρυάκια, ρεματιές
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
τσ̌αβδάρι͜ασίκαλη çavdar
’φκάλι(εφκάλι) (ιδιωμ. αναγραμμ.) κεφάλι
χωρίαχωριά
Τα κοκκία, τα τσαβτάρι͜α/Αναστορώ/Τικ τρομαχτόν
Σημειώσεις
Συμμετέχει ο Ευξείνειος Μουσικός Πολιτιστικός Σύλλογος (Ε.Μ.Π.Ο.Σ.)

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost