.
.
Ο Πόντος ζει

Αητέντς επαραπέτανεν

Αητέντς επαραπέτανεν
fullscreen
Πόντος, έν’ άστρον φωτεινόν
σ’ Ελλενικούς αιώνας
Αργοναυτών το όρωμαν
και τη Ακρίτα κάστρον
Πόντος! Αγέρας παρχαρί’,
θύμπιρου μυρωδίαν,
Τη λύρας γλυκολάλεμαν,
νερόπα πάντα κρύα
Εκεί η πρώτεσσα χαρά μ’,
το υστερνό μ’ ο πόνος
Αροθυμώ και τραγωδώ,
αροθυμώ και κλαίω
Κι έρθανε χρόνι͜α δίσεκτα,
καταραμένα χρόνι͜α
Ο ουρανόν ελίβωσεν,
ση γην ποτάμ’ το γαίμαν
Κι εσ’κώθεν θρήνος θάνατος,
πέραν-περού σον Πόντον...

♫

Αητέντς επαραπέτανεν
ψηλά σα επουράνι͜α
[Ούι! αμάν! αμάν! (x2)]
Είχ̌εν τσ̌αγγία κόκκινα
και το τσ̌αρκούλ’ν ατ’ μαύρον
[Ούι! αμάν! αμάν! (x2)]
Εκράτ’νεν και σα κάρτζ̌ι͜α του
παλληκαρί’ βραχ̌ι͜όνας
[Ούι! αμάν! αμάν! (x2)]

-Αητέ μ’, για δος μ’ ας σο κρατείς,
για πέει με όθεν κείται
[Ούι! αμάν! αμάν! (x2)]
-Ας σο κρατώ ’κι δίγω σε,
αρ’ όθεν κείται λέγω
[Ούι! αμάν! αμάν! (x2)]

Ακεί σο πέραν το ραχ̌ίν,
σ’ ελάτι͜α επεκεί μέρος
[Ούι! αμάν! αμάν! (x2)]
Τραντέλλεναν εσκότωσαν
και κείται ματωμένος
[Ούι! αμάν! αμάν! (x2)]

Μαύρα πουλία τρώγ’ν’ ατον
και άσπρα τριγυλίσκουν
[Ούι! αμάν! αμάν! (x2)]

Ση θάλασσαν κολυμπετής
σ’ ομάλι͜α πεχλιβάνος
[Ούι! αμάν! αμάν! (x2)]
Σον πόλεμον Τραντέλλενας
του Πόντου παλληκάρι
[Ούι! αμάν! αμάν! (x2)]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αητέντςαητός
ακείεκεί
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αροθυμώνοσταλγώ
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
βραχ̌ι͜όναςβραχίονες, μπράτσα βραχίων
γαίμαναίμα
γλυκολάλεμανγλυκολάλημα
δίγωδίνω
δοςδώσε
εκράτ’νενκρατούσε
ελάτι͜αέλατα
ελίβωσενσυννέφιασε
έν’είναι
επαραπέτανενπαραπετούσε, πετούσε πολλή ώρα ή πολύ ψηλά
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
έρθανεήρθαν
εσ’κώθενσηκώθηκε
κάρτζ̌ι͜ανύχια kanca<ganzo (βενετ.)<γαμψός ή ganskyos=κλαδί (πρωτοκελτικά)
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κολυμπετήςκολυμβητής
κρατείςκρατάς
νερόπανεράκια
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
ομάλι͜α(επιρρ.) ομαλά, ευθεία, πεδιάδες, ίσια
όρωμανόνειρο
παλληκαρί’παλληκαριού παλληκάριον<πάλληξ, πάλλαξ
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
πέει(προστ.) πες
πέραν-περούπέρα ως πέρα
πεχλιβάνοςκυρ. παλαιστής, μτφ. παλληκάρι, ανδρειωμένος pehlivan/pehlevān
ποτάμ’ποτάμι
πρώτεσσαπρώτη
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
τραγωδώτραγουδάω
Τραντέλλεναντριάντα φορές Έλληνα
Τραντέλλεναςο τριάντα φορές Έλληνας
τριγυλίσκουντριγυρίζουν, περιτριγυρίζουν
τρώγ’ν’τρώνε
τσ̌αγγίαείδος μαλακού περσικού (παρθικού) υποδήματος από τη βυζαντινή περίοδο και εξής, το οποίο αναφερόταν σε υπόδημα ψηλό μέχρι τα γόνατα (μπότα) από ερυθρό δέρμα που προσαρμοζόταν στην κνήμη με κορδόνια τζάγγα/τζαγγή ή τζαγγίον/zanca~zanga
τσ̌αρκούλ’νγυναικεία καλύπτρα, λειρί πτηνού
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αητέντςαητός
ακείεκεί
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αροθυμώνοσταλγώ
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
βραχ̌ι͜όναςβραχίονες, μπράτσα βραχίων
γαίμαναίμα
γλυκολάλεμανγλυκολάλημα
δίγωδίνω
δοςδώσε
εκράτ’νενκρατούσε
ελάτι͜αέλατα
ελίβωσενσυννέφιασε
έν’είναι
επαραπέτανενπαραπετούσε, πετούσε πολλή ώρα ή πολύ ψηλά
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
έρθανεήρθαν
εσ’κώθενσηκώθηκε
κάρτζ̌ι͜ανύχια kanca<ganzo (βενετ.)<γαμψός ή ganskyos=κλαδί (πρωτοκελτικά)
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κολυμπετήςκολυμβητής
κρατείςκρατάς
νερόπανεράκια
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
ομάλι͜α(επιρρ.) ομαλά, ευθεία, πεδιάδες, ίσια
όρωμανόνειρο
παλληκαρί’παλληκαριού παλληκάριον<πάλληξ, πάλλαξ
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
πέει(προστ.) πες
πέραν-περούπέρα ως πέρα
πεχλιβάνοςκυρ. παλαιστής, μτφ. παλληκάρι, ανδρειωμένος pehlivan/pehlevān
ποτάμ’ποτάμι
πρώτεσσαπρώτη
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
τραγωδώτραγουδάω
Τραντέλλεναντριάντα φορές Έλληνα
Τραντέλλεναςο τριάντα φορές Έλληνας
τριγυλίσκουντριγυρίζουν, περιτριγυρίζουν
τρώγ’ν’τρώνε
τσ̌αγγίαείδος μαλακού περσικού (παρθικού) υποδήματος από τη βυζαντινή περίοδο και εξής, το οποίο αναφερόταν σε υπόδημα ψηλό μέχρι τα γόνατα (μπότα) από ερυθρό δέρμα που προσαρμοζόταν στην κνήμη με κορδόνια τζάγγα/τζαγγή ή τζαγγίον/zanca~zanga
τσ̌αρκούλ’νγυναικεία καλύπτρα, λειρί πτηνού
Αητέντς επαραπέτανεν
Σημειώσεις
Στίχοι ποιήματος απαγγελίας: Γεώργιος Δ. Σαρακενίδης

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost