.
.
Η εγάπ’ πατρίδαν ’κ’ έχ’

Ο οκνέας

Ο οκνέας
fullscreen
Ας ση μέραν ντ’ εγεννέθα
όλι͜α τα καλά εχτέθα
Ο Θεόν να δί’ με υείαν
και δοξάζω την οκνίαν

Έν’ πολλά βαρύν, παιδία,
τη οκνέα η δουλεία
Λέγω σας αληθινά
με το χ̌έρι μ’ σην καρδίαν

Σα παχ̌έα τα εβόρας
κάθαν ημέραν ξαπλούμαι
Και το βράδον νεγκασμένος
με τα κοσσάρι͜α κοιμούμαι

Τρανόν είχα τυχερόν
π’ εύρα τον μήναν τον καλόν
τον μήναν τον Καλομηνάν
που φάζ’ με όλιον τον χρόνον
Τον μήναν τον Καλομηνάν
κι εύρα τ’ εμόν την χαράν

Έν’ πολλά βαρύν, παιδία
τη οκνέα η δουλεία
Λέγω σας αληθινά
με το χ̌έρι μ’ σην καρδίαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
βράδονβράδυ
δί’δίνει
δουλείαδουλειά, εργασία
εβόραςσκιές, δροσερά μέρη
εγεννέθαγεννήθηκα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
εχτέθααπόκτησα
κάθανκάθε
ΚαλομηνάνΜάιο
κοιμούμαικοιμάμαι
κοσσάρι͜ακότες
νεγκασμένοςκουρασμένος
οκνέαοκνηρό, τεμπέλη ὀκνηρός < ὄκνος
οκνίανοκνηρία ὀκνηρός < ὄκνος
όλιονόλο, ολόκληρο
παιδίαπαιδιά
παχ̌έαπαχιά
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
υείανυγεία
φάζ’ταΐζω/ει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
βράδονβράδυ
δί’δίνει
δουλείαδουλειά, εργασία
εβόραςσκιές, δροσερά μέρη
εγεννέθαγεννήθηκα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
εχτέθααπόκτησα
κάθανκάθε
ΚαλομηνάνΜάιο
κοιμούμαικοιμάμαι
κοσσάρι͜ακότες
νεγκασμένοςκουρασμένος
οκνέαοκνηρό, τεμπέλη ὀκνηρός < ὄκνος
οκνίανοκνηρία ὀκνηρός < ὄκνος
όλιονόλο, ολόκληρο
παιδίαπαιδιά
παχ̌έαπαχιά
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
υείανυγεία
φάζ’ταΐζω/ει
Ο οκνέας

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost