.
.
Η εγάπ’ πατρίδαν ’κ’ έχ’

Ο κυνηγόν

Ο κυνηγόν
fullscreen
Κυνηγός είμαι σεβνταλής,
λάσκουμαι σα ραχ̌ία
Σ’ ανθρώπ’ς πα ’κι ταράουμαι,
θέλω τη μαναχ̌ία

Σύρω το τουφεκόπο μου,
πουλία ’κι σκοτώνω
Ατά πα τερτόπα έχ’νε,
καρδόπα μη ματώνω

Κάποτε πάγω σον παρχάρ’
τεά να παρχαρεύω
Με τοι ρομάνες μπλέχκουμαι
λέγω και μασχαρεύω

Σύρω το τουφεκόπο μου,
πουλία ’κι σκοτώνω
Ατά πα τερτόπα έχ’νε,
καρδόπα μη ματώνω

Κυνηγός είμαι σεβνταλής,
σ’ αβούτ’ το χάλ’ πώς έρθα;
Από εγάπης άνασμαν
καμίαν ’κ’ εχουλέθα

Σύρω το τουφεκόπο μου,
πουλία ’κι σκοτώνω
Ατά πα τερτόπα έχ’νε,
καρδόπα μη ματώνω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αβούτ’αυτό/ή, αυτοί/ές/ά
άνασμανανάσα, αναπνοή
ανθρώπ’ςανθρώπους
ατάαυτά
εγάπηςαγάπης
έρθαήρθα
έχ’νεέχουνε
εχουλέθαζεστάθηκα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμίανποτέ
καρδόπακαρδούλες
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μαναχ̌ίαμοναξιά
μασχαρεύωαστειεύομαι, διακωμωδώ maskara/masḫara
παπάλι, επίσης, ακόμα
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρεύωπαραθερίζω σε θερινό βοσκότοπο (παρχάρι)
ραχ̌ίαράχες, βουνά
ρομάνεςπαρχαρομάνες, γυναίκες επιφορτισμένες με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
σεβνταλήςερωτοχτυπημένος, ερωτευμένος sevdalı
σύρωσέρνω, τραβώ, ρίχνω
ταράουμαιαναμιγνύομαι, ανακατεύομαι, μπλέκομαι
τεάτάχα, δήθεν, υποτίθεται deyü (οθωμ. περιόδου)
τερτόπα(υποκορ.) καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τοιτους/τις
χάλ’χάλι, κατάντια hal/ḥall
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αβούτ’αυτό/ή, αυτοί/ές/ά
άνασμανανάσα, αναπνοή
ανθρώπ’ςανθρώπους
ατάαυτά
εγάπηςαγάπης
έρθαήρθα
έχ’νεέχουνε
εχουλέθαζεστάθηκα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμίανποτέ
καρδόπακαρδούλες
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μαναχ̌ίαμοναξιά
μασχαρεύωαστειεύομαι, διακωμωδώ maskara/masḫara
παπάλι, επίσης, ακόμα
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρεύωπαραθερίζω σε θερινό βοσκότοπο (παρχάρι)
ραχ̌ίαράχες, βουνά
ρομάνεςπαρχαρομάνες, γυναίκες επιφορτισμένες με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
σεβνταλήςερωτοχτυπημένος, ερωτευμένος sevdalı
σύρωσέρνω, τραβώ, ρίχνω
ταράουμαιαναμιγνύομαι, ανακατεύομαι, μπλέκομαι
τεάτάχα, δήθεν, υποτίθεται deyü (οθωμ. περιόδου)
τερτόπα(υποκορ.) καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τοιτους/τις
χάλ’χάλι, κατάντια hal/ḥall
Ο κυνηγόν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost