.
.
Εσύ ’κι θ’ ανασπάλκεσαι

Μοιρολόι

Μοιρολόι
fullscreen
Χρύσανθε, σον παράδεισον
επέταξεν το ψ̌όπο σ’
Αγγέλ’ έρθαν σην απαντή σ’
ετοίμασαν τον τόπο σ’

Το ψ̌όπο σ’ αναπάεται,
τα πόνια σ’ ετελέθαν
Γώγον κι ο Χρυσανθόπουλον
[ξαν] μετ’ εσέν ευρέθαν

Ας αρχινώ να τραγωδώ
και να μοιρολογώ σε
Τεχνίτε, εσύ, τη τραγωδί’,
πάντα θ’ αναστορώ σε

Σοι φίλτς εφέκες βεσιάτ’
να τραγωδούν, μη κλαίνε
Τα τραγωδίας ντ’ έλεγες
άμον ψαλτήρ’ να λένε

Η κεμεντζ̌έ μόνον να κλαίει
απ’ εσέν ορφανίεν
Και τη λαλία σ’ το γλυκύν
ν’ αηλί, αποχωρίεν

Αχ! Χρύσανθε, γαρτάσ̌ι!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγγέλ’(ονομ. πληθ.) άγγελοι, (γεν.) αγγέλου
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναπάεταιαναπαύεται, ξεκουράζεται
αναστορώθυμάμαι, αναπολώ
απαντήπροϋπάντηση, συνάντηση
αποχωρίεναποχωρίστηκε
βεσιάτ’η τελευταία επιθυμία του μελλοθάνατου, προφορική διαθήκη vasiyet/vaṣiyyet
γαρτάσ̌ιαδελφός kardeş
γλυκύνγλυκιά/ό
επέταξενπέταξε
έρθανήρθαν
ετελέθαν(αμτβ.) τελείωσαν, εξαντλήθηκαν, μτφ. πέθαναν
ευρέθανβρέθηκαν
εφέκεςάφησες
κεμεντζ̌έλύρα kemençe/kemānçe
λαλίαλαλιά, φωνή
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ξανπάλι, ξανά
ορφανίενορφάνεψε
πόνια(ονομ.) πόνοι, (αιτ.) πόνους
σοιστους/στις, τους/τις
τραγωδί’τραγουδιού
τραγωδίαςτραγούδια
τραγωδούντραγουδάνε
τραγωδώτραγουδάω
φίλτςφίλους
ψαλτήρ’ψαλτήρι εκκλησίας
ψ̌όποψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγγέλ’(ονομ. πληθ.) άγγελοι, (γεν.) αγγέλου
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναπάεταιαναπαύεται, ξεκουράζεται
αναστορώθυμάμαι, αναπολώ
απαντήπροϋπάντηση, συνάντηση
αποχωρίεναποχωρίστηκε
βεσιάτ’η τελευταία επιθυμία του μελλοθάνατου, προφορική διαθήκη vasiyet/vaṣiyyet
γαρτάσ̌ιαδελφός kardeş
γλυκύνγλυκιά/ό
επέταξενπέταξε
έρθανήρθαν
ετελέθαν(αμτβ.) τελείωσαν, εξαντλήθηκαν, μτφ. πέθαναν
ευρέθανβρέθηκαν
εφέκεςάφησες
κεμεντζ̌έλύρα kemençe/kemānçe
λαλίαλαλιά, φωνή
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ξανπάλι, ξανά
ορφανίενορφάνεψε
πόνια(ονομ.) πόνοι, (αιτ.) πόνους
σοιστους/στις, τους/τις
τραγωδί’τραγουδιού
τραγωδίαςτραγούδια
τραγωδούντραγουδάνε
τραγωδώτραγουδάω
φίλτςφίλους
ψαλτήρ’ψαλτήρι εκκλησίας
ψ̌όποψυχούλα
Μοιρολόι

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost