.
.
Εσύ ’κι θ’ ανασπάλκεσαι

Αναχάπαρα

Αναχάπαρα
fullscreen
Χρύσανθε, αναχάπαρα
ερήμωσες τα ψ̌ήα
[ντό να ’ίνουμαι;]
Ορφάνεψες τοι Πόντιους,
ορμάνια και ραχ̌ία
[ντό να ’ίνουμαι;]

Αηδόνι μ’, τ’ εσόν ο χαμόν
σα καρδι͜άς μαχ̌αιρέας
[ντό να ’ίνουμαι;]
Πάντα θα έν’ σ’ ομμάτι͜α μουν
τ’ έμορφον η θωρέα σ’
[ντό να ’ίνουμαι;]

Χρύσανθε εγληγόρεσες,
εφέκες πολλά πόνον
[ντό να ’ίνουμαι;]
Και ποίος θα μοιρολογά
την πατρίδαν τον Πόντον;
[ντό να ’ίνουμαι;]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αναχάπαρααπροειδοποίητα, ξαφνικά στερ. αν- + haber/ḫaber
εγληγόρεσεςβιάστηκες
έμορφονόμορφο
έν’είναι
εσόνδικός/ή/ό σου
εφέκεςάφησες
θωρέαθωριά, όψη
’ίνουμαιγίνομαι
μαχ̌αιρέας(ον. πληθ., τα) μαχαιριές, (γεν. εν., τη) μαχαιριάς
μουνμας
ομμάτι͜αμάτια
ορμάνιαδάση orman
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ραχ̌ίαράχες, βουνά
τοιτους/τις
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αναχάπαρααπροειδοποίητα, ξαφνικά στερ. αν- + haber/ḫaber
εγληγόρεσεςβιάστηκες
έμορφονόμορφο
έν’είναι
εσόνδικός/ή/ό σου
εφέκεςάφησες
θωρέαθωριά, όψη
’ίνουμαιγίνομαι
μαχ̌αιρέας(ον. πληθ., τα) μαχαιριές, (γεν. εν., τη) μαχαιριάς
μουνμας
ομμάτι͜αμάτια
ορμάνιαδάση orman
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ραχ̌ίαράχες, βουνά
τοιτους/τις
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
Αναχάπαρα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost