.
.
Το κρίμαν

Από μικρέσσα ορφανόν

Από μικρέσσα ορφανόν
fullscreen
Από μικρέσσα ορφανόν,
’κ’ εγέλασεν καμίαν
Ατέν εποίκεν ο Θεόν
να ζει σην τυραννίαν

Τη ορφανέσσας η χαρά
τα δα̤κρόπα τ’ς έν’ μόνον
Ας σ’ εγεννέθεν θα δα̤κρύζ’,
’κι θ’ ανασπάλλ’ τον πόνον

Θεέ μ’, για δος υπομονήν
και τσ̌ούξον τον καημόν ατ’ς
Ποίσον κι ατέ να χάρεται,
έπαρ’ το στεναγμόν ατ’ς
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ανασπάλλ’ξεχνάω/ει
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ατέαυτή
ατέναυτήν
ατ’ςαυτής, της
δα̤κρόπα(υποκορ.) δάκρυα
δοςδώσε
εγεννέθενγεννήθηκε
έν’είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
εποίκενέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμίανποτέ
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μικρέσσαμικρή, νεαρή
ορφανέσσαςορφανής
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
τσ̌ούξον(προστ.) λυπήσου, συμπόνεσε acımak
χάρεταιχαίρεται
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ανασπάλλ’ξεχνάω/ει
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ατέαυτή
ατέναυτήν
ατ’ςαυτής, της
δα̤κρόπα(υποκορ.) δάκρυα
δοςδώσε
εγεννέθενγεννήθηκε
έν’είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
εποίκενέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμίανποτέ
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μικρέσσαμικρή, νεαρή
ορφανέσσαςορφανής
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
τσ̌ούξον(προστ.) λυπήσου, συμπόνεσε acımak
χάρεταιχαίρεται
Από μικρέσσα ορφανόν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost