.
.
Τσ’ εγάπ’ς το μυστικόν

Ντό θα ευτάτεν την παράν

Ντό θα ευτάτεν την παράν
fullscreen
Κάτ’ επάθανε οι ανθρώπ’,
παράδες ’κι χορτάζ’νε
Για την παράν και μαναχόν
τ’ έναν τ’ άλλο θα σπάζ’νε

Ντό θα ευτάτεν την παράν;
Άκ’στεν εμέν τον Στύλον·
Εκεί οξ̌ουκά να θέκ’ς ατο
’κι κρούει απάν’ ο σ̌κύλον

Δι͜ακόσι͜α χρόνι͜α πα να ζουν
’κι θ’ εγροικούν καμίαν
πως τση ζωής το μεκατίρ’
’κ’ έν’ τση παράς δουλείαν

Ντό θα ευτάτεν την παράν;
Άκ’στεν εμέν τον Στύλον·
Εκεί οξ̌ουκά να θέκ’ς ατο
’κι κρούει απάν’ ο σ̌κύλον

Αρ’ για τ’ εείνο οι ανθρώπ’
θ’ έτον κι άλλον καλλίον
Ν’ εποίν’ναν τα ταφία τουν
σην μέση τοι χωρίων

Ντό θα ευτάτεν την παράν;
Άκ’στεν εμέν τον Στύλον·
Εκεί οξ̌ουκά να θέκ’ς ατο
’κι κρούει απάν’ ο σ̌κύλον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άκ’στεν(προστ.) ακούστε
ανθρώπ’άνθρωποι
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
δουλείανδουλειά
εγροικούνκαταλαβαίνουν
εείνοεκείνο
έν’είναι
εποίν’νανέκαναν, έφτιαχναν ποιέω-ῶ
έτονήταν
ευτάτενκάνετε, φτιάχνετε εὐθειάζω
θέκ’ςθέτεις, ακουμπάς
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλλίον(επίθ.) καλύτερο, (επίρ.) καλύτερα
καμίανποτέ
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρούειχτυπάει κρούω
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μεκατίρ’αξία (ηθική), ποσότητα, ικανότητα (ενικ.) miḳdār/ (πληθ.) meḳādīr/mawaqīdīr
οξ̌ουκάέξω
παπάλι, επίσης, ακόμα
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
παράνλεφτά, το χρήμα para/pāre
σπάζ’νεσφάζουνε
ταφίατάφοι, το νεκροταφείο
τοιτους/τις
τουντους
τσητης
χορτάζ’νεχορτάζουν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άκ’στεν(προστ.) ακούστε
ανθρώπ’άνθρωποι
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
δουλείανδουλειά
εγροικούνκαταλαβαίνουν
εείνοεκείνο
έν’είναι
εποίν’νανέκαναν, έφτιαχναν ποιέω-ῶ
έτονήταν
ευτάτενκάνετε, φτιάχνετε εὐθειάζω
θέκ’ςθέτεις, ακουμπάς
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλλίον(επίθ.) καλύτερο, (επίρ.) καλύτερα
καμίανποτέ
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρούειχτυπάει κρούω
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μεκατίρ’αξία (ηθική), ποσότητα, ικανότητα (ενικ.) miḳdār/ (πληθ.) meḳādīr/mawaqīdīr
οξ̌ουκάέξω
παπάλι, επίσης, ακόμα
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
παράνλεφτά, το χρήμα para/pāre
σπάζ’νεσφάζουνε
ταφίατάφοι, το νεκροταφείο
τοιτους/τις
τουντους
τσητης
χορτάζ’νεχορτάζουν
Ντό θα ευτάτεν την παράν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost