.
.
Όλια τα «αχ» τ’ εμέτερα, εγένταν τραγωδίας

Χτέντσον κι αποδελίασον τα μαύρα τα μαλλία σ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Χτέντσον κι αποδελίασον τα μαύρα τα μαλλία σ’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Έλα να ποδεδίζω σε,
νε Παναΐας δάκρυ!
Σ’ εγκαλιόπο σ’ που ξημερών’
ντό θα ’φτάει το κρεβάτι;

Χτέντσον κι αποδελίασον
τα μαύρα τα μαλλία σ’
Λύσον το σπαρελόπο σου
έπαρ’ με απέσ’ σα ψ̌ήα σ’

Εσύ κορτσόπον έμορφον
γιατί ’κ’ ευτάς το ψ̌όπο σ’;
Όντες πας σον Παράδεισον
χαζίρ να έν’ ο τόπος
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απέσ’μέσα
αποδελίασον(προστ.) ξεμπέρδεψε, λύσε
εγκαλιόποαγκαλίτσα
έμορφονόμορφο
έν’είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπονκοριτσάκι
λύσον(προστ.) λύσε
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
όντεςόταν
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
σπαρελόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
’φτάει(ευτάει) κάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
χαζίρέτοιμος/ο/η hazır/ḥāżir
χτέντσον(προστ.) χτένισε
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ψ̌όποψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απέσ’μέσα
αποδελίασον(προστ.) ξεμπέρδεψε, λύσε
εγκαλιόποαγκαλίτσα
έμορφονόμορφο
έν’είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπονκοριτσάκι
λύσον(προστ.) λύσε
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
όντεςόταν
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
σπαρελόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
’φτάει(ευτάει) κάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
χαζίρέτοιμος/ο/η hazır/ḥāżir
χτέντσον(προστ.) χτένισε
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ψ̌όποψυχούλα
Χτέντσον κι αποδελίασον τα μαύρα τα μαλλία σ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost