.
.
Η φωνή του Πόντου

Την αμαρτίαν νουνίζ’

Την αμαρτίαν νουνίζ’
fullscreen
Τη χ̌έραν τη μαυροφόραν
όλ’ αποφκακέσ’ τερούνε
Θα τρών’ ατεν με τ’ ομμάτι͜α,
αρ’ ατέν αν επορούνε

Κι η χ̌ερίτσα η καμέντσα
και -ν- η παραπονεμέντσα
την αμαρτίαν νουνίζ’ [ξαν νουνίζ’]
και την ψ̌ην ατ’ς τυραννίζ’

Η χ̌έρα θ’ εβγάλ’ τα μαύρα,
άμον σο πιτσ̌ίμ’ ’κι φέρ’ α̤
Να φορεί κοντά φιστάνια
και δεικνύζ’ τ’ άσπρα τα χ̌έρι͜α

Χ̌έρα, βάψον τα μαλλία σ’,
ποίσον ντο σύρ’ η καρδία σ’
Και -ν- η χώρα ντο θα λένε, [γιάμ’ ’κι λένε]
ήντι͜αν θέλ’νε ας πάνε λένε

Χ̌έρα, τα χρόνια δι͜αβαίν’νε,
τέρεν και ξαν άντρισον
Η εμορφάδα σ’ θα χάται,
εσύ τ’ οπίσ’ νούνιξον

Τη Ψυχού πα σα ταφία
άφ’ς δύο τρανά κερία
Άντρας ι-σ’ θα συγχωρά σε, [θα σ’χωρά σε]
για τ’ εσέν ’κ’ έν’ αμαρτίαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
άντρισον(προστ.) παντρέψου, βρες άντρα
αποφκακέσ’από κάτω πέρα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατέναυτήν
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
άφ’ς(προστ.) άφησε
βάψον(προστ.) εμβάπτισε, βούτηξε μέσα, (κατ’ επιρροή της ΝΕ) βάψε
γιάμ’μήπως, ή μη ya/yā + μη
δεικνύζ’δείχνει, καταδεικνύει
δι͜αβαίν’νε(για τόπο) περνούν, διασχίζουν, (για χρόνο) περνούν (γενικότερα) περνούν, παύουν, τελειώνουν διαβαίνω
εβγάλ’βγάλει
εμορφάδαομορφιά
έν’είναι
επορούνεμπορούν
ήντι͜ανοτιδήποτε, ό,τι
θέλ’νεθέλουν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμέντσακαμένη
κερίακεριά κηρός
’κιδεν οὐκί<οὐχί
νουνίζ’σκέφτεται
νούνιξον(προστ.) σκέψου, συλλογίσου
ξανπάλι, ξανά
όλ’όλοι/α
ομμάτι͜αμάτια
οπίσ’πίσω
παπάλι, επίσης, ακόμα
παραπονεμέντσαπαραπονεμένη
πιτσ̌ίμ’μορφή, όψη/πρόσωπο, σχέδιο, στυλ/τρόπος, κομψότητα biçim
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
σ’χωράσυγχωρά
ταφίατάφοι, το νεκροταφείο
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τερούνεκοιτούν
τρανάμεγάλα
τυραννίζ’τυραννάει, ταλαιπωρεί
φέρ’φέρνω/ει
φιστάνιαφουστάνια fistan<fustān<piştān
χ̌έραχήρα
χ̌έρανχήρα
χ̌ερίτσαχηρούλα
χάταιχάνεται
χώραοι ξένοι γενικά, οι μη οικείοι, η ξενιτειά
ψ̌ηνψυχή
ΨυχούΨυχοσάββατο
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
άντρισον(προστ.) παντρέψου, βρες άντρα
αποφκακέσ’από κάτω πέρα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατέναυτήν
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
άφ’ς(προστ.) άφησε
βάψον(προστ.) εμβάπτισε, βούτηξε μέσα, (κατ’ επιρροή της ΝΕ) βάψε
γιάμ’μήπως, ή μη ya/yā + μη
δεικνύζ’δείχνει, καταδεικνύει
δι͜αβαίν’νε(για τόπο) περνούν, διασχίζουν, (για χρόνο) περνούν (γενικότερα) περνούν, παύουν, τελειώνουν διαβαίνω
εβγάλ’βγάλει
εμορφάδαομορφιά
έν’είναι
επορούνεμπορούν
ήντι͜ανοτιδήποτε, ό,τι
θέλ’νεθέλουν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμέντσακαμένη
κερίακεριά κηρός
’κιδεν οὐκί<οὐχί
νουνίζ’σκέφτεται
νούνιξον(προστ.) σκέψου, συλλογίσου
ξανπάλι, ξανά
όλ’όλοι/α
ομμάτι͜αμάτια
οπίσ’πίσω
παπάλι, επίσης, ακόμα
παραπονεμέντσαπαραπονεμένη
πιτσ̌ίμ’μορφή, όψη/πρόσωπο, σχέδιο, στυλ/τρόπος, κομψότητα biçim
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
σ’χωράσυγχωρά
ταφίατάφοι, το νεκροταφείο
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τερούνεκοιτούν
τρανάμεγάλα
τυραννίζ’τυραννάει, ταλαιπωρεί
φέρ’φέρνω/ει
φιστάνιαφουστάνια fistan<fustān<piştān
χ̌έραχήρα
χ̌έρανχήρα
χ̌ερίτσαχηρούλα
χάταιχάνεται
χώραοι ξένοι γενικά, οι μη οικείοι, η ξενιτειά
ψ̌ηνψυχή
ΨυχούΨυχοσάββατο
Την αμαρτίαν νουνίζ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost