.
.
Όλια τα «αχ» τ’ εμέτερα, εγένταν τραγωδίας

Θάνατος να μη έτον

Θάνατος να μη έτον
fullscreen
Σον τάφο μ’ όντες έρχ̌εσαι
άψον με το καντήλι μ’
κι ους να τελείται και τ’ ελάδ’
η ψ̌η μ’ ας ξελαφρύνει

Η ψ̌η μ’ άμον ελάφρυνεν
και -ν- άμον ελαρώθεν
Τα δα̤κρόπα σ’ σίτ’ έτρεξαν
’χολιάστεν ξαν ’ματώθεν

Τα δακρόπα τη μάνας ι-σ’
θολόν ποτάμ’ εγέντον
Σα μοιρολόϊα τσ’ έλεεν:
«Θάνατος να μη έτον»;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
άψον(προστ.) άναψε
δα̤κρόπα(υποκορ.) δάκρυα
δακρόπα(υποκορ.) δάκρυα
εγέντονέγινε
ελάδ’λάδι
ελαρώθενγιατρεύτηκε, θεραπεύτηκε
έλεενέλεγε
έτονήταν
’ματώθεν(εματώθεν) ματώθηκε
ξανπάλι, ξανά
όντεςόταν
ουςως, μέχρι
ποτάμ’ποτάμι
σίτ’καθώς, ενώ σόταν<εις όταν
τελείται(αμτβ.) τελειώνει, εξαντλείται, μτφ. πεθαίνει
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
’χολιάστεν(εχολιάστεν) θύμωσε, αγανάκτησε
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
άψον(προστ.) άναψε
δα̤κρόπα(υποκορ.) δάκρυα
δακρόπα(υποκορ.) δάκρυα
εγέντονέγινε
ελάδ’λάδι
ελαρώθενγιατρεύτηκε, θεραπεύτηκε
έλεενέλεγε
έτονήταν
’ματώθεν(εματώθεν) ματώθηκε
ξανπάλι, ξανά
όντεςόταν
ουςως, μέχρι
ποτάμ’ποτάμι
σίτ’καθώς, ενώ σόταν<εις όταν
τελείται(αμτβ.) τελειώνει, εξαντλείται, μτφ. πεθαίνει
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
’χολιάστεν(εχολιάστεν) θύμωσε, αγανάκτησε
ψ̌ηψυχή
Θάνατος να μη έτον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost