.
.
Όλια τα «αχ» τ’ εμέτερα, εγένταν τραγωδίας

Τη θάλασσας το νερόν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Τη θάλασσας το νερόν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Τη θάλασσας το νερόν
αλυκόν έν’ αλυκόν
Τη κουτσ̌ής το φίλεμαν
σον πεκιάρ’ έν’ γιατρικόν
[Τρώγω τον Θεό σ’, πουλί μ’!]

Θεία μ’, το κορτσόπο σου
μαύρον πεσ̌ταμπάλ’ φορεί
Μεταξένο̤ν/Μεταξένι͜ον κι έμορφον
σ’ εγκαλιόπο μ’ εχωρεί
[Τρώγω τον Θεό σ’, πουλί μ’!]

Ε! κορίτσ’/κορτσόπον τίνος είσαι;
κόκκινον μήλον είσαι
Παχ̌εμένον κι έμορφον
μάισεμαν τ’ εμόν είσαι
[Τρώγω τον Θεό σ’, πουλί μ’!]

Ατό τ’ εμόν η καρδία
γιατί κουβαρι͜άεται
Τ’ άσ̌κεμον το ταπιάτ’
ατό πρέπ’ ν’ αλλάεται
[Τρώγω τον Θεό σ’, πουλί μ’!]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αλλάεταιαλλάζει
αλυκόναλμυρό/ή
άσ̌κεμονάσχημο, κακότροπο
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφονόμορφο
έν’είναι
εχωρείχωράει
κορτσόποκοριτσάκι
κορτσόπονκοριτσάκι
κουβαρι͜άεταικουβαριάζεται
κουτσ̌ήςκόρης
μάισεμανμάγεμα
παχ̌εμένονπαχύ, καλοθρεμμένο
πεκιάρ’(γεν. αιτ. ενικ.) εργένη, (ονομ. πληθ.) εργένηδες bekâr/bekār
πεσ̌ταμπάλ’είδος ποδιάς από τετράγωνο ύφασμα βαμβακερό ή μεταξωτό peştamal
πρέπ’ταιριάζει/ω
ταπιάτ’συνήθεια, χαρακτηριστικό, ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου tabiat/ṭabīʿat
τίνοςποιού;
φίλεμανφιλί
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αλλάεταιαλλάζει
αλυκόναλμυρό/ή
άσ̌κεμονάσχημο, κακότροπο
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφονόμορφο
έν’είναι
εχωρείχωράει
κορτσόποκοριτσάκι
κορτσόπονκοριτσάκι
κουβαρι͜άεταικουβαριάζεται
κουτσ̌ήςκόρης
μάισεμανμάγεμα
παχ̌εμένονπαχύ, καλοθρεμμένο
πεκιάρ’(γεν. αιτ. ενικ.) εργένη, (ονομ. πληθ.) εργένηδες bekâr/bekār
πεσ̌ταμπάλ’είδος ποδιάς από τετράγωνο ύφασμα βαμβακερό ή μεταξωτό peştamal
πρέπ’ταιριάζει/ω
ταπιάτ’συνήθεια, χαρακτηριστικό, ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου tabiat/ṭabīʿat
τίνοςποιού;
φίλεμανφιλί
Τη θάλασσας το νερόν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost