.
.
Τ’ αδέλφι͜α

Πόντε, εσέν αροθυμούμε

Πόντε, εσέν αροθυμούμε
fullscreen
Ωχ! ν’ αηλί εμάς, ν’ αηλί
που ας σ’ εμέτερον την γην
φύουμες και η ψ̌η μουν κλαίει
κι ο Θεόν τιδέν ’κι λέει [ωωω]
Η γενεά μουν εξεριζώθεν
και ο Πόντον ερημώθεν!

Ας σ’ εμέτερα τα μέρι͜α
φύουμες για άλλα μέρι͜α
Όλα εφέκαμε και πάμε,
σην Ελλάδαν σ’κούμες πάμε
νέον βίον να ευτάμε

Κλαίν’ παιδία, κλαίν’ μανάδες,
κλαίν’, πονούν κι οι γεροντάδες
Τα ραχ̌ία και τα παρχάρι͜α
που έφυαν τα παλληκάρι͜α

Τόπι͜α, έμορφα ποτάμι͜α,
μοναχά στέκ’νε τ’ ορμάνι͜α
Πόντε, τα καλά σ’ τελείνταν
ποίος εξέρ’ ντο θ’ απογίν’νταν
κι αν τ’ εμέτερα ξαν ’ίν’νταν

Κλαίν’ παιδία, κλαίν’ μανάδες,
κλαίν’, πονούν κι οι γεροντάδες
Τα ραχ̌ία και τα παρχάρι͜α
που έφυαν τα παλληκάρι͜α

Ας σ’ εμέτερα τα μέρι͜α
φύουμες για άλλα μέρι͜α
Για τον Πόντον θα πονούμε
και μακρά όσον θα ζούμε,
Πόντε, εσέν θ’ αροθυμούμε!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αροθυμούμενοσταλγούμε
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
γενεάγενιά
εμέτεραδικά μας ἡμέτερος
εμέτερονδικός/ή/ό μου ἡμέτερος
έμορφαόμορφα
εξέρ’ξέρω/ει, γνωρίζω/ει
ερημώθενερημώθηκε
ευτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
εφέκαμεαφήσαμε
έφυανέφυγαν
’ίν’ντανγίνονται
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μέρι͜αμέρη
μουνμας
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ξανπάλι, ξανά
ορμάνι͜αδάση orman
παιδίαπαιδιά
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
ραχ̌ίαράχες, βουνά
σ’κούμεςσηκωνόμαστε
στέκ’νεστέκουν
τελείνταν(αμτβ.) τελειώνουν, εξαντλούνται, μτφ. πεθαίνουν
τιδέντίποτα
τόπι͜ατόποι, μέρη
φύουμεςφεύγουμε
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αροθυμούμενοσταλγούμε
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
γενεάγενιά
εμέτεραδικά μας ἡμέτερος
εμέτερονδικός/ή/ό μου ἡμέτερος
έμορφαόμορφα
εξέρ’ξέρω/ει, γνωρίζω/ει
ερημώθενερημώθηκε
ευτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
εφέκαμεαφήσαμε
έφυανέφυγαν
’ίν’ντανγίνονται
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μέρι͜αμέρη
μουνμας
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ξανπάλι, ξανά
ορμάνι͜αδάση orman
παιδίαπαιδιά
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
ραχ̌ίαράχες, βουνά
σ’κούμεςσηκωνόμαστε
στέκ’νεστέκουν
τελείνταν(αμτβ.) τελειώνουν, εξαντλούνται, μτφ. πεθαίνουν
τιδέντίποτα
τόπι͜ατόποι, μέρη
φύουμεςφεύγουμε
ψ̌ηψυχή
Πόντε, εσέν αροθυμούμε

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost