.
.
Έναν βράδον μαεμένον

Σ̌εκέρι μ’, ’κι ανασπάλλω σε

Σ̌εκέρι μ’, ’κι ανασπάλλω σε
fullscreen
Έναν κούρταν ας σο ρακίν
έσταξεν σο καμίσι μ’
Σ̌εκέρι μ’, ’κι ανασπάλλω σε,
είσαι κλαδίν τη ψ̌ης ι-μ’

Σκοτία πίσσα, άστρα είν’,
φέγγος κι άμον ημέρα
Εμέναν επαλάλωσεν
έμορφος περιστέρα

Λέω περηφανεύκουμαι,
σουμά σ’ ξαν εγεννέθα!
Ατσ̌άπς τίνος το καπαγιάτ’
μακρά απ’ εσέν π’ ευρέθα;

Σκοτία πίσσα, άστρα είν’,
φέγγος κι άμον ημέρα
Εμέναν επαλάλωσεν
έμορφος περιστέρα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανασπάλλωξεχνώ
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατσ̌άπςάραγε, αναρωτιέμαι acaba/ʿacebā
εγεννέθαγεννήθηκα
είν’(για πληθ.) είναι
έμορφοςόμορφος/η
επαλάλωσεντρέλανε
ευρέθαβρέθηκα
καμίσιπουκάμισο υπό+καμίσιον<camisia
καπαγιάτ’φταίξιμο, σφάλμα, έγκλημα kabahat/ḳabāḥat
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κούρτανγουλιά
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
ξανπάλι, ξανά
περηφανεύκουμαιπερηφανεύομαι
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
σ̌εκέριζάχαρη, γλυκό/ά şeker < şakar (περσ.) < śakkharā (οψ. σανσκ.) < śárkarā (σανσκριτ.)
σκοτίασκοτάδι
σουμάκοντά
τίνοςποιού;
φέγγοςφεγγάρι
ψ̌ηςψυχής
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανασπάλλωξεχνώ
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατσ̌άπςάραγε, αναρωτιέμαι acaba/ʿacebā
εγεννέθαγεννήθηκα
είν’(για πληθ.) είναι
έμορφοςόμορφος/η
επαλάλωσεντρέλανε
ευρέθαβρέθηκα
καμίσιπουκάμισο υπό+καμίσιον<camisia
καπαγιάτ’φταίξιμο, σφάλμα, έγκλημα kabahat/ḳabāḥat
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κούρτανγουλιά
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
ξανπάλι, ξανά
περηφανεύκουμαιπερηφανεύομαι
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
σ̌εκέριζάχαρη, γλυκό/ά şeker < şakar (περσ.) < śakkharā (οψ. σανσκ.) < śárkarā (σανσκριτ.)
σκοτίασκοτάδι
σουμάκοντά
τίνοςποιού;
φέγγοςφεγγάρι
ψ̌ηςψυχής
Σ̌εκέρι μ’, ’κι ανασπάλλω σε

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost