.
.
Έναν βράδον μαεμένον

Ατόσα χρόνια σεβταλούκ’

Ατόσα χρόνια σεβταλούκ’
fullscreen
Ατόσα χρόνια σεβταλούκ’
επήεν σον αέρα
Εμέν ’κι κιβανεύκεται
τ’ εμόν η περιστέρα

Ση ποταμί’ την άκραν,
σην ισ̌κιάν αφκά κοιμάσαι
’Πιτάζω τον Μορφέαν
γνεφίζ’ και αχπαρά͜ει σε

Την άνοιξην φορώ στενά,
τον χ̌ειμωγκόν τα ζίπκας
Εγώ είμαι εκείνο το πουλίν
ντο κελαηδεί τα νύχτας

Πατώ και προσ̌κυνώ σε 
και ντό πολλά αγαπώ σε!
Έλα και σην Καλαμαριάν,
αν αρρωσταίντς τερώ σε
Έλα, μη κλαις, σ’ εμέτερα,
αν αρρωσταίντς τερώ σε

Ποπά, έπαρ’ το πετραχήλ’,
τ’ αρνόπο μ’ δέβα φώτ’σον
Αν ίσως ’κ’ ινιανεύει ατο,
τ’ οσπίτι μ’ έλα κόλλτσον

Ση ποταμί’ την άκραν,
σην ισ̌κιάν αφκά κοιμάσαι
’Πιτάζω τον Μορφέαν
γνεφίζ’ και αχπαρά͜ει σε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άκρανάκρη, αρχή
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
αρρωσταίντςαρρωσταίνεις
αφκάκάτω
αχπαρά͜ειτρομάζει, ξαφνιάζει εκσπαράσσω
γνεφίζ’(αμετάβ.) ξυπνάω/ει, (μεταβατ.) αφυπνίζω/ει
δέβα(προστ.) πήγαινε
εμέτεραδικά μας ἡμέτερος
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έπαρ’(προστ.) πάρε
επήενπήγε
ζίπκαςαντρικές φορεσιές της εποχής zıpka<(αμπχαζικά) adziykva (=στενό παντελόνι)
ινιανεύειπιστεύει, εμπιστεύεται inanmak
ισ̌κιάνσκιά
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιβανεύκεταιστηρίζεται, βασίζεται güvenmek
κόλλτσον(προστ.) κόλλησε, βάλε φωτιά σε κτ
νύχτας(ον.πληθ.,τα) νύχτες
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
’πιτάζω(απιτάζω) επιτάσσω, διατάζω, προστάζω ἐπιτάσσω
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ποπάπαπά
ποταμί’ποταμιού
σεβταλούκ’έρωτας sevdalık
τερώκοιτώ
φώτ’σον(προστ.) φώτισε, βάπτισε
χ̌ειμωγκόν(ονομ.) χειμώνας, (γεν.) χειμώνα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άκρανάκρη, αρχή
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
αρρωσταίντςαρρωσταίνεις
αφκάκάτω
αχπαρά͜ειτρομάζει, ξαφνιάζει εκσπαράσσω
γνεφίζ’(αμετάβ.) ξυπνάω/ει, (μεταβατ.) αφυπνίζω/ει
δέβα(προστ.) πήγαινε
εμέτεραδικά μας ἡμέτερος
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έπαρ’(προστ.) πάρε
επήενπήγε
ζίπκαςαντρικές φορεσιές της εποχής zıpka<(αμπχαζικά) adziykva (=στενό παντελόνι)
ινιανεύειπιστεύει, εμπιστεύεται inanmak
ισ̌κιάνσκιά
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιβανεύκεταιστηρίζεται, βασίζεται güvenmek
κόλλτσον(προστ.) κόλλησε, βάλε φωτιά σε κτ
νύχτας(ον.πληθ.,τα) νύχτες
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
’πιτάζω(απιτάζω) επιτάσσω, διατάζω, προστάζω ἐπιτάσσω
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ποπάπαπά
ποταμί’ποταμιού
σεβταλούκ’έρωτας sevdalık
τερώκοιτώ
φώτ’σον(προστ.) φώτισε, βάπτισε
χ̌ειμωγκόν(ονομ.) χειμώνας, (γεν.) χειμώνα
Ατόσα χρόνια σεβταλούκ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost