.
.
Έναν βράδον μαεμένον

Εκάεν το Τσ̌άμπασ̌ιν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Εκάεν το Τσ̌άμπασ̌ιν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Εκάεν και το Τσ̌άμπασ̌ι,
επέμ’ναν τα τουβάρι͜α
[γιαρ, γιαρ, αμάν/ωφ, ωφ, αμάν]
[και -ν] ερρούξαν σο γουρτάρεμαν
τ’ Ορτούς τα παλληκάρι͜α
[γιαρ, γιαρ, αμάν]

Αρ’ εκάεν κι εμανίεν
όλεν το παρχάρ’
[και -ν-] Εκέσ’ τιδέν ’κ’ επέμ’νεν,
μανάχον σαχτάρ’

Τρανόν γιαγκούν σο Τσ̌άμπασ̌ι,
σπίτι͜α ’κι θ’ απομέν’νε
[γιαρ, γιαρ, αμάν/ωφ, ωφ, αμάν]
Τρανοί, μικροί, φτωχοί, ζεγκίν’,
ούλ’ κάθουνταν και κλαίγ’νε
[γιαρ, γιαρ, αμάν]

Αρ’ εκάεν κι εμανίεν
τ’ Ορτούς το παρχάρ’
[και -ν-] Εκέσ’ τιδέν ’κ’ επέμ’νεν,
μανάχον σαχτάρ’
Αρ’ εκάεν κι εμανίεν
όλεν το παρχάρ’
[και -ν-] εκέσ’ τιδέν ’κ’ επέμ’νεν,
μανάχον σαχτάρ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απομέν’νεαπομένουν
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
γιαγκούνφωτιά yangın
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γουρτάρεμανσώσιμο, διάσωση kurtarma
εκάενκάηκε
εκέσ’εκεί
εμανίενμαύρισε/μουντζουρώθηκε από την καπνιά, καταστράφηκε, κατακάηκε μέχρι καπνιάς
επέμ’ναναπόμειναν
επέμ’νεναπόμεινε
ερρούξανέπεσαν
ζεγκίν’πλούσιοι zengin/sengīn
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάθουντανκάθονται
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαίγ’νεκλαίνε
μανάχον(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
ούλ’όλοι
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
σαχτάρ’στάχτη στάχτη<στάζω
τιδέντίποτα
τουβάρι͜ατοίχοι duvar/dīvār
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απομέν’νεαπομένουν
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
γιαγκούνφωτιά yangın
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γουρτάρεμανσώσιμο, διάσωση kurtarma
εκάενκάηκε
εκέσ’εκεί
εμανίενμαύρισε/μουντζουρώθηκε από την καπνιά, καταστράφηκε, κατακάηκε μέχρι καπνιάς
επέμ’ναναπόμειναν
επέμ’νεναπόμεινε
ερρούξανέπεσαν
ζεγκίν’πλούσιοι zengin/sengīn
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάθουντανκάθονται
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαίγ’νεκλαίνε
μανάχον(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
ούλ’όλοι
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
σαχτάρ’στάχτη στάχτη<στάζω
τιδέντίποτα
τουβάρι͜ατοίχοι duvar/dīvār
Εκάεν το Τσ̌άμπασ̌ιν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost