.
.
Έναν βράδον μαεμένον

Βάι, ν’ αηλί εμέν

Βάι, ν’ αηλί εμέν
fullscreen
Ορφανίγα, ορφανίγα
ας σον κύρ’ κι ας ση μάναν
Η ορφανία ετυλίεν
[βάι] ση γούλα μ’ άμον ράμμαν

Ο ορφανόν ο άνθρωπον
’κ’ εξέρ’ το μεκατίρ’ν ατ’
Ν’ αηλί εκείνον-α πη χάν’
[βάι] από μικρός τον κύρ’ν ατ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
γούλαλαιμός gula
εξέρ’ξέρω/ει, γνωρίζω/ει
ετυλίεντυλίχθηκε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κύρ’πατέρα
κύρ’νκύρη, πατέρα
μεκατίρ’ναξία (ηθική), ποσότητα, ικανότητα (ενικ.) miḳdār/ (πληθ.) meḳādīr/mawaqīdīr
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ορφανίαορφάνια
ορφανίγαορφάνεψα
πηπου
ράμμανχοντρή κλωστή, αρμαθιά καπνών περασμένα σε χοντρή κλωστή
χάν’χάνει, παύει να έχει, διώχνει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
γούλαλαιμός gula
εξέρ’ξέρω/ει, γνωρίζω/ει
ετυλίεντυλίχθηκε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κύρ’πατέρα
κύρ’νκύρη, πατέρα
μεκατίρ’ναξία (ηθική), ποσότητα, ικανότητα (ενικ.) miḳdār/ (πληθ.) meḳādīr/mawaqīdīr
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ορφανίαορφάνια
ορφανίγαορφάνεψα
πηπου
ράμμανχοντρή κλωστή, αρμαθιά καπνών περασμένα σε χοντρή κλωστή
χάν’χάνει, παύει να έχει, διώχνει
Βάι, ν’ αηλί εμέν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost