.
.
Εμείς οι Ποντοπρόσφυγες

Ο νέον και εις κουτσ̌ή

Ο νέον και εις κουτσ̌ή
fullscreen
Ο νέον και εις κουτσ̌ή
εξέβαν σ’ ένα ραχ̌ίν
Γαντουρεύ’ σουμώνει͜ ατεν
κι επεκεί κομπώνει͜ ατεν

Λέ’ α̤τεν σ’ ωτίν καικά
«εμείς έρθαμ’ σα μακρά»
«εμείς ’ξέβαμ’ σα ψηλά»
Τη μανίτσα σ’ μ’ αραεύ’ς
γιατί, αρνί μ’, θα πουσ̌μανεύ’ς

Αν θέλτς, γιαβρί μ’, για να ζεις
τον κόσμον ξάι μη νουνί͜εις
(Κι) Αν ένουμ’νες περισ̌άν’
γιαβρί μ’, απέσ’ ση μεσ̌ά̤ν

Την χαράν τ’ εμέτερον
όλοι θα ζηλεύ’ν’ ατο
Γιατί ατείν’ ’κ’ επορούν
όλι͜α για να εγροικούν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απέσ’μέσα
αραεύ’ςψάχνεις, αναζητάς, γυρεύεις aramak
ατείν’αυτοί
ατεναυτήν
α̤τεναυτήν
γαντουρεύ’ξεγελάω/ει, εξαπατάω/ει, κοροϊδεύω/ει kandırmak
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
εγροικούνκαταλαβαίνουν
εμέτερονδικός/ή/ό μου ἡμέτερος
ένουμ’νεςγίναμε, καταντήσαμε
εξέβανβγήκαν
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
επορούνμπορούν
έρθαμ’ήρθαμε
θέλτςθέλεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
κομπώνειεξαπατά, ξεγελάει, μτφ. σαγηνεύει κομβόω
κουτσ̌ήκόρη
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μεσ̌ά̤νδρυς, δάσος (περσ.) meşe/bīşe
νουνί͜ειςσκέφτεσαι
ξάικαθόλου
’ξέβαμ’(εξέβαμε) βγήκαμε, ανεβήκαμε
περισ̌άν’εξαθλιωμένo, κακομοίρη, δυστυχή perişan/perīşān
πουσ̌μανεύ’ςμετανιώνεις pişman olmak<paşmān
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
σουμώνεισιμώνει, πλησιάζει, κοντεύει
ωτίναυτί
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απέσ’μέσα
αραεύ’ςψάχνεις, αναζητάς, γυρεύεις aramak
ατείν’αυτοί
ατεναυτήν
α̤τεναυτήν
γαντουρεύ’ξεγελάω/ει, εξαπατάω/ει, κοροϊδεύω/ει kandırmak
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
εγροικούνκαταλαβαίνουν
εμέτερονδικός/ή/ό μου ἡμέτερος
ένουμ’νεςγίναμε, καταντήσαμε
εξέβανβγήκαν
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
επορούνμπορούν
έρθαμ’ήρθαμε
θέλτςθέλεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
κομπώνειεξαπατά, ξεγελάει, μτφ. σαγηνεύει κομβόω
κουτσ̌ήκόρη
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μεσ̌ά̤νδρυς, δάσος (περσ.) meşe/bīşe
νουνί͜ειςσκέφτεσαι
ξάικαθόλου
’ξέβαμ’(εξέβαμε) βγήκαμε, ανεβήκαμε
περισ̌άν’εξαθλιωμένo, κακομοίρη, δυστυχή perişan/perīşān
πουσ̌μανεύ’ςμετανιώνεις pişman olmak<paşmān
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
σουμώνεισιμώνει, πλησιάζει, κοντεύει
ωτίναυτί
Ο νέον και εις κουτσ̌ή

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost