.
.
Εμείς οι Ποντοπρόσφυγες

Η ξενιτείαν π’ ένοιξεν

Η ξενιτείαν π’ ένοιξεν
fullscreen
Την ξενιτείαν π’ ένοιξεν
τον πόνον ξάι ’κ’ εγνώρτσεν [όι]
Μωρά, παιδία, ορφανίγαν
αντρόγυνα εχώρτσεν [όι]

Ατό τρανόν κακόν έτον
ανθρώπ’ εμουν ντ’ εχάθαν [όι]
Επήγαν κι άλλο ’κ’ έρθανε
τ’ οσπίτι͜α τουν ορφάντσαν [όι]

Με τα αγκάλι͜ας ανοιχτά
και την ευχ̌ήν ευτάμε -ν [όι]
Να κλώσκουστουν σα τόπι͜α σουν
αγγέλ’ να βοηθάνε [όι]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγγέλ’(ονομ. πληθ.) άγγελοι, (γεν.) αγγέλου
ανθρώπ’άνθρωποι
εγνώρτσενγνώρισε
εμουνμας
ένοιξενάνοιξε
έρθανεήρθαν
έτονήταν
ευτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
εχάθανχάθηκαν
εχώρτσενχώρισε, ξεχώρισε, διάλεξε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κλώσκουστουνγυρίζετε, επιστρέφετε
ξάικαθόλου
ορφανίγανορφάνεψαν
ορφάντσανάφησαν κπ ορφανό
οσπίτι͜ασπίτια hospitium<hospes
παιδίαπαιδιά
σουνσας
τόπι͜ατόποι, μέρη
τουντους
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγγέλ’(ονομ. πληθ.) άγγελοι, (γεν.) αγγέλου
ανθρώπ’άνθρωποι
εγνώρτσενγνώρισε
εμουνμας
ένοιξενάνοιξε
έρθανεήρθαν
έτονήταν
ευτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
εχάθανχάθηκαν
εχώρτσενχώρισε, ξεχώρισε, διάλεξε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κλώσκουστουνγυρίζετε, επιστρέφετε
ξάικαθόλου
ορφανίγανορφάνεψαν
ορφάντσανάφησαν κπ ορφανό
οσπίτι͜ασπίτια hospitium<hospes
παιδίαπαιδιά
σουνσας
τόπι͜ατόποι, μέρη
τουντους
Η ξενιτείαν π’ ένοιξεν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost