.
.
Σην ανατολήν

Χαράν έχ̌’ η ρομάνα

Χαράν έχ̌’ η ρομάνα
fullscreen
Ρομάνας κόρη έχ̌’ χαράν
ση Μάτσ̌κας τα παρχάρι͜α
Και η ρομάνα ελάλεσεν
όλα τα παλληκάρι͜α

Χαράν έχ̌’ η ρομάνα,
τη παρχαρί’ η μάνα
Όλα τα παρχαρόπουλα
χορεύ’ν’ μ’ ατεν εντάμαν

Γαμπρός έν’ παρχαρόπουλον,
ωρι͜άζ’ σαράντα αρνία
Και ση ρομάνας το κορίτσ’
ο νους ατ’ κι η καρδία τ’

Αγάλι͜α και ληγάρι͜α
έρθανε σα παρχάρι͜α
Και ση ρομάνας τη χαράν
χορεύ’νε παλληκάρι͜α

Ρομάνας κόρη έχ̌’ χαράν,
νέισσα παρχαρομάνα
Ση Ζύγαναν και σο Κουλάτ
αποτενύ ρομάνα

Κορτσόπα τουτουγιάδες
και μίαν τα σεβντάδες
Όλα τα παρχαρόπουλα
’ίν’ντανε με νυφάδες
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγάλι͜ασιγά, αργά αγαληνός < γαληνός
αποτενύαπό εδώ και πέρα από του νυν
ατεναυτήν
ελάλεσενέβγαλε λαλιά, κάλεσε, αποκάλεσε, προσκάλεσε, οδήγησε
έν’είναι
εντάμανμαζί
έρθανεήρθαν
έχ̌’έχει
’ίν’ντανεγίνονται
κορτσόπακοριτσάκια
Κουλάττο όρος Θήχυς στον Πόντο
ληγάρι͜αγρήγορα
Μάτσ̌κας(γεν.) Ματσούκας, περιοχή νότια της Τραπεζούντας
μίανμια φορά
νέισσανέα
νυφάδεςνύφες
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
παρχαρομάναγυναίκα που ήταν επιφορτισμένη με τις δουλειές του παρχαριού, ορεινού τόπου θερινής βοσκής
παρχαρόπουλαπουλιά του παρχαριού (βλ. παρχάρι)
παρχαρόπουλονπουλί του παρχαριού
ρομάναπαρχαρομάνα, γυναίκα επιφορτισμένη με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
ρομάναςπαρχαρομάνας, γυναίκας επιφορτισμένης με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
σεβντάδεςέρωτες sevda/sevdā
τουτουγιάδεςτο φυτό αμάραντος (Helichrysum stoechas – Ελίχρυσος ο πολύτιμος) dudiye otu/tutuya
χορεύ’ν’χορεύουν
χορεύ’νεχορεύουν
ωρι͜άζ’προσέχω/ει, φυλάω/ει, επιβλέπω/ει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγάλι͜ασιγά, αργά αγαληνός < γαληνός
αποτενύαπό εδώ και πέρα από του νυν
ατεναυτήν
ελάλεσενέβγαλε λαλιά, κάλεσε, αποκάλεσε, προσκάλεσε, οδήγησε
έν’είναι
εντάμανμαζί
έρθανεήρθαν
έχ̌’έχει
’ίν’ντανεγίνονται
κορτσόπακοριτσάκια
Κουλάττο όρος Θήχυς στον Πόντο
ληγάρι͜αγρήγορα
Μάτσ̌κας(γεν.) Ματσούκας, περιοχή νότια της Τραπεζούντας
μίανμια φορά
νέισσανέα
νυφάδεςνύφες
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
παρχαρομάναγυναίκα που ήταν επιφορτισμένη με τις δουλειές του παρχαριού, ορεινού τόπου θερινής βοσκής
παρχαρόπουλαπουλιά του παρχαριού (βλ. παρχάρι)
παρχαρόπουλονπουλί του παρχαριού
ρομάναπαρχαρομάνα, γυναίκα επιφορτισμένη με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
ρομάναςπαρχαρομάνας, γυναίκας επιφορτισμένης με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
σεβντάδεςέρωτες sevda/sevdā
τουτουγιάδεςτο φυτό αμάραντος (Helichrysum stoechas – Ελίχρυσος ο πολύτιμος) dudiye otu/tutuya
χορεύ’ν’χορεύουν
χορεύ’νεχορεύουν
ωρι͜άζ’προσέχω/ει, φυλάω/ει, επιβλέπω/ει
Χαράν έχ̌’ η ρομάνα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost