.
.
Σην ανατολήν

Την πόρτα σ’ άφ’ς ακράνοιγον

Την πόρτα σ’ άφ’ς ακράνοιγον
fullscreen
Την πόρτα σ’ άφ’ς ακράνοιγον
μεσανυχτί’ [γιαβρί μ’] θα εμπαίνω [γιαρ]
Θα σύρω και το καρακίδ’
και άλλο έξ’ ’κ’ εβγαίνω [γιαρ]

Τ’ αναλλαγάδι͜α ντο φορείς
μετάξ̌ι͜α είν’ εγλοιάζ’νε [γιαρ]
Ας σα χ̌είλι͜α σ’ τα κόκκινα
σ̌ερπέτ’ και μέλι͜α στάζ’νε [γιαρ]

Τιτίν σο τσιγαρόχαρτο,
εγώ το σέρτ’ καπνίζω [γιαρ]
Περ’μένω σε -ν- και ’κ’ έρχεσαι
και πώς να τα̤γ̆α̤νίζω; [γιαρ]

Τ’ ανέριγα εφόρεσες
και πας σην εγκλησίαν [γιαρ]
Ση στράταν προσ̌κυνούνε σε
άμον [γιαβρί μ’, πουλί μ’] την Παναΐαν [γιαρ]

Ανέγγιχτον και άσπιλον
και κατενόν κερόπον [γιαρ]
Εγώ αέτσ’ εθέλ’να ’το
κι εξέβεν δι͜αβολόπον [γιαρ]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αέτσ’έτσι
ακράνοιγονμισάνοιχτο
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναλλαγάδι͜αγιορτινά/καλά ρούχα
ανέριγαμη χρησιμοποιημένα, καινούρια
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
άφ’ς(προστ.) άφησε
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
εγκλησίανεκκλησία
εγλοιάζ’νεγλιστρούν, ολισθαίνουν γλοιός
εθέλ’ναήθελα
είν’(για πληθ.) είναι
εμπαίνωμπαίνω
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
εξέβενβγήκε, ανέβηκε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρακίδ’μάνταλο πόρτας
κατενόνκαθαρό, ξεπλυμένο, ξεθολωμένο κατανίζω
κερόπονκεράκι
μεσανυχτί’την ώρα του μεσονυχτίου
περ’μένωπεριμένω
σ̌ερπέτ’γλυκό, γλύκα şerbet/şarbat
σέρτ’(σέρτικον) σκληρό/ή, δυνατό/ή, δριμύ sert/serd
στάζ’νεστάζουνε
σύρωσέρνω, τραβώ, ρίχνω
τα̤γ̆α̤νίζωαντέχω, βαστάω, υπομένω dayanmak
τιτίνκαπνός, καπνό tütün
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
φορείςφοράς
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αέτσ’έτσι
ακράνοιγονμισάνοιχτο
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναλλαγάδι͜αγιορτινά/καλά ρούχα
ανέριγαμη χρησιμοποιημένα, καινούρια
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
άφ’ς(προστ.) άφησε
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
εγκλησίανεκκλησία
εγλοιάζ’νεγλιστρούν, ολισθαίνουν γλοιός
εθέλ’ναήθελα
είν’(για πληθ.) είναι
εμπαίνωμπαίνω
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
εξέβενβγήκε, ανέβηκε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρακίδ’μάνταλο πόρτας
κατενόνκαθαρό, ξεπλυμένο, ξεθολωμένο κατανίζω
κερόπονκεράκι
μεσανυχτί’την ώρα του μεσονυχτίου
περ’μένωπεριμένω
σ̌ερπέτ’γλυκό, γλύκα şerbet/şarbat
σέρτ’(σέρτικον) σκληρό/ή, δυνατό/ή, δριμύ sert/serd
στάζ’νεστάζουνε
σύρωσέρνω, τραβώ, ρίχνω
τα̤γ̆α̤νίζωαντέχω, βαστάω, υπομένω dayanmak
τιτίνκαπνός, καπνό tütün
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
φορείςφοράς
Την πόρτα σ’ άφ’ς ακράνοιγον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost