.
.
Η ποντιακή παράδοση συνεχίζεται με τον Μιχάλη Καλιοντζίδη

Το ρακίν απέσ’ σην σ̌ισ̌έν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Το ρακίν απέσ’ σην σ̌ισ̌έν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Το ρακίν απέσ’ σην σ̌ισ̌έν, [γιαρ ου]
πασ̌τάν πα ’κι λαλεί! [νέι πουλί μ’, έι]
’Κχ̌ύν’ ατο σο γουλόπο μου, [γιαρ ου]
αρχινά κελαηδεί [νέι, πουλί μ’, νέι]

Σου παρχαρί’ [ξαν] τα τσ̌ιμένια, [γιαρ ου]
να έμ’νε έναν οξέαν [νέι πουλί μ’, έι]
Θ’ έπλωνα τα κλαδόπα μου, [γιαρ ου]
γιαβρί μ’, σ’ εσέν [ξαν] μερέαν [νέι πουλί μ’, έι]

Τσ̌οπάνε μ’, ντο γιοσμάς είσαι, [γιαρ ου]
νασάν που έ͜ει σε [ξαν] άντραν! [νέι γιαβρί μ’, έι]
Άφ’ς ατα κι έλα μετ’ εμέν
τα ακλερικά σ’ [ξαν] ’κι χάν’νταν [νέι, ν’ αηλί εμέν]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ακλερικάαυτά που δεν έχουν κληρονόμο
απέσ’μέσα
ατααυτά
άφ’ς(προστ.) άφησε
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γιοσμάςκομψός, λεβέντης νέος yosma
γουλόπολαιμουδάκι gula
έ͜ειέχει
έμ’νεήμουν
έπλωναάπλωνα, έτεινα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαδόπακλαδάκια
’κχ̌ύν’εκχύνει, χύνει, εκβάλλει εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
λαλείβγάζει λαλιά, καλεί, αποκαλεί, προσκαλεί, οδηγεί
μερέανμεριά
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νασάνχαρά σε
ξανπάλι, ξανά
οξέανοξιά
ουδεν ουκί<οὐχί
παπάλι, επίσης, ακόμα
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
πασ̌τάνολωσδιόλου, εντελώς baştan
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
σ̌ισ̌ένμπουκάλι şişe/şīşe
τσ̌ιμένιαγρασίδια, χλοερές εκτάσεις çimen
χάν’ντανχάνονται, διώχνονται
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ακλερικάαυτά που δεν έχουν κληρονόμο
απέσ’μέσα
ατααυτά
άφ’ς(προστ.) άφησε
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γιοσμάςκομψός, λεβέντης νέος yosma
γουλόπολαιμουδάκι gula
έ͜ειέχει
έμ’νεήμουν
έπλωναάπλωνα, έτεινα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαδόπακλαδάκια
’κχ̌ύν’εκχύνει, χύνει, εκβάλλει εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
λαλείβγάζει λαλιά, καλεί, αποκαλεί, προσκαλεί, οδηγεί
μερέανμεριά
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νασάνχαρά σε
ξανπάλι, ξανά
οξέανοξιά
ουδεν ουκί<οὐχί
παπάλι, επίσης, ακόμα
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
πασ̌τάνολωσδιόλου, εντελώς baştan
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
σ̌ισ̌ένμπουκάλι şişe/şīşe
τσ̌ιμένιαγρασίδια, χλοερές εκτάσεις çimen
χάν’ντανχάνονται, διώχνονται
Το ρακίν απέσ’ σην σ̌ισ̌έν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost