.
.
Απόψ’ είδα σο όρωμα μ’

Διπάτ’

Διπάτ’
fullscreen
Ψηλός, ψηλός, μελαχρινός,
αρνί μ’, έτον
Έφαεν ατον το χώμαν
[Ποδεδίζω σε!/Άτσ̌απα κλαινίζω σε -ν;]

Έναν ημέραν μοθοπώρ’,
μικρόν αρνί μ’,
εχάθες ας σο κόσμον
[Ποδεδίζω σε!/Άτσ̌απα κλαινίζω σε -ν;]

Κανείς τον πόνο μ’ να λαρών’
’κι θα ’πορεί,
εμέν χαρά να δί’ με
[Ποδεδίζω σε!/Άτσ̌απα κλαινίζω σε -ν;]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
άτσ̌απαάραγε, αναρωτιέμαι acaba/ʿacebā
δί’δίνει
έτονήταν
έφαενέφαγε
εχάθεςχάθηκες
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαινίζωστενοχωρώ, κάνω κπ να κλάψει
λαρών’γιατρεύει, θεραπεύει
μοθοπώρ’φθινόπωρο
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
’πορεί(επορεί) μπορεί, είναι ικανός
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
άτσ̌απαάραγε, αναρωτιέμαι acaba/ʿacebā
δί’δίνει
έτονήταν
έφαενέφαγε
εχάθεςχάθηκες
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαινίζωστενοχωρώ, κάνω κπ να κλάψει
λαρών’γιατρεύει, θεραπεύει
μοθοπώρ’φθινόπωρο
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
’πορεί(επορεί) μπορεί, είναι ικανός
Διπάτ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost