.
.
Διστράτ’

Το πουλόπο μ’ σο παρχάρ’

Το πουλόπο μ’ σο παρχάρ’
fullscreen
Σο ραχ̌ίν έναν αηδόν’
κελαηδεί και παλαλών’
[ποδεδίζ’ ατο]
Κι ο τσ̌όπανον το κοπάδ’
θα κοιμίζ’ με το γαβάλ’
Κι η ρομάνα σον παρχάρ’
αναμέν’ το παλληκάρ’
[Να λελεύ’ ατεν]

Η τρυγόνα μ’ σο ραχ̌ίν
παρλαεύ’ άμον πλουμίν
[ποδεδίζ’ ατεν]
Μαναχόν απέσ’ σ’ ορμάν’
κι φογάται το ποράν’
Και -ν- έν’ άμον ορφανόν
πώς εφέκεν¹ μανάχον;
[άτσ̌απα, γιατί;]

Το πουλόπο μ’ σο παρχάρ’
ους τη γούλαν το χορτάρ’
[ποδεδίζ’ ατο]
Σ’ ένα χ̌έρ’ κρατεί καγάν’
και ση ζέστην πίν’ το τάν’
Ας σο κιφάλι μ’ κι απάν’
για τ’ ατέν εγώ γουρπάν’
[Να λελεύ’ ατεν]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναμέν’περιμένει
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατέναυτήν
ατεναυτήν
άτσ̌απαάραγε, αναρωτιέμαι acaba/ʿacebā
γαβάλ’φλογέρα kaval/ḳawwāl
γούλανλαιμό gula
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
έν’είναι
εφέκενάφησε
καγάν’δρεπάνι
κιφάλικεφάλι
κοιμίζ’κοιμίζω/ει
κρατείκρατάει, βαστάει, στέκει, αντέχει
λελεύ’χαίρομαι/εται
μανάχον(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
ορμάν’δάσος orman
ουςως, μέχρι
παλαλών’τρελαίνει
παρλαεύ’λάμπει, λαμποκοπά parlamak
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
πίν’πίνω/ει
πλουμίνκεντητό ή ζωγραφιστό διακοσμητικό σχέδιο, μτφ. στολίδι pluma
ποδεδίζ’(ενεργ. και μέση) χαίρομαι/εσαι, απολαμβάνω/ει, προσκυνώ/άει από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποράν’μπόρα, καταιγίδα boran<βενετ. bora<λατ. Boreas <Βορέας (αντιδάνειο)
πουλόποπουλάκι
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
ρομάναπαρχαρομάνα, γυναίκα επιφορτισμένη με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
τάν’το υγρό υπόλειμμα ορού γάλακτος ή κρέμας μετά το ανακάτεμα του βουτύρου Թան (tan)=λιώνω, ρέω
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
φογάταιφοβάται
χ̌έρ’χέρι
χορτάρ’χορτάρι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναμέν’περιμένει
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατέναυτήν
ατεναυτήν
άτσ̌απαάραγε, αναρωτιέμαι acaba/ʿacebā
γαβάλ’φλογέρα kaval/ḳawwāl
γούλανλαιμό gula
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
έν’είναι
εφέκενάφησε
καγάν’δρεπάνι
κιφάλικεφάλι
κοιμίζ’κοιμίζω/ει
κρατείκρατάει, βαστάει, στέκει, αντέχει
λελεύ’χαίρομαι/εται
μανάχον(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
ορμάν’δάσος orman
ουςως, μέχρι
παλαλών’τρελαίνει
παρλαεύ’λάμπει, λαμποκοπά parlamak
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
πίν’πίνω/ει
πλουμίνκεντητό ή ζωγραφιστό διακοσμητικό σχέδιο, μτφ. στολίδι pluma
ποδεδίζ’(ενεργ. και μέση) χαίρομαι/εσαι, απολαμβάνω/ει, προσκυνώ/άει από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποράν’μπόρα, καταιγίδα boran<βενετ. bora<λατ. Boreas <Βορέας (αντιδάνειο)
πουλόποπουλάκι
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
ρομάναπαρχαρομάνα, γυναίκα επιφορτισμένη με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
τάν’το υγρό υπόλειμμα ορού γάλακτος ή κρέμας μετά το ανακάτεμα του βουτύρου Թան (tan)=λιώνω, ρέω
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
φογάταιφοβάται
χ̌έρ’χέρι
χορτάρ’χορτάρι
Το πουλόπο μ’ σο παρχάρ’
Σημειώσεις
¹ Πιθ. εκ παραδρομής αντί του πιο ταιριαστού νοηματικά «επέμ’νεν»=απόμεινε

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost