.
.
Γιάμπολης | Ένα μουσικό οδοιπορικό

Απάν’ σον Αε-Σέρ’-ι

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Απάν’ σον Αε-Σέρ’-ι
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Σάντα μ’, Σάντα μ’, λελεύω σε
και τ’ εμόν η πατρίδα
Εδέβανε πολλά χρόνι͜α
εσέναν ας σο ’κ’ είδα

Ε! Χάι!

«Ξ̌ι, ξ̌ι, ξ̌ι» τα κοσσάρι͜α
«Χάι! χάι!» τα πετεινάρι͜α
Λέγ’νε με σούκ’ και δέβα πλάν
αρ’ σα πετεινολάλι͜α

Κρού’νε σο νου μ’ τα χορόντας
τ’ εσά τα πανοΰρι͜α/παναΰρι͜α
Ο κόσμον ’κουμουλι͜άουτουν
ασ’ όλι͜α τα χωρία

Ε! Χάι!

«Ξ̌ι, ξ̌ι, ξ̌ι» τα κοσσάρι͜α
απάν’ σον Αε-Σέρ’ -ι
Απόψ’ ους να εμέρωσεν
εκείσ’νε απάν’ σο χ̌έρι μ’

Κι ερχίναναν το φαεπότ’
ακεί σα παρχανάδας
Aδά κι ακεί ’τραγώδ’νανε
κι εποίν’ναν σ̌αματάδας

Ε! Χάι!

«Ξ̌ι, ξ̌ι, ξ̌ι» για κόνεψον
και τσ̌όκεψον σ’ ωμία μ’
Αρνόπο μ’, τ’ αναστέναγμα σ’
έκαψεν την καρδία μ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
aδάεδώ
αε-Σέρ’αϊ-Σέργιο
ακείεκεί
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ασ’από
δέβα(προστ.) πήγαινε
εδέβανε(για τόπο) πέρασαν, διέσχισαν (για χρόνο) πέρασαν διαβαίνω
εκείσ’νεκειτόσουν, ξάπλωνες
εμέρωσενξημέρωσε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εποίν’νανέκαναν, έφτιαχναν ποιέω-ῶ
ερχίναναναρχινούσαν
εσάδικά σου/σας
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κόνεψον(προστ.) εγκαταστήσου, φώλιασε, προσγειώσου konmak
κοσσάρι͜ακότες
’κουμουλι͜άουτουν(εκουμουλι͜άουτουν) μαζευόταν, στοιβαζόταν cumulare
κρού’νεχτυπούν κρούω
κρού’νε σο νου μ’έρχονται στο νου μου/στη σκέψη μου κρούω
λέγ’νελένε
λελεύωχαίρομαι
ουςως, μέχρι
παναΰρι͜απανηγύρια
πανοΰρι͜απανηγύρια
παρχανάδαςκαραβάνια, καταλύματα καραβανιού, μτφ. οι παρέες barhana/bār + ḫāne
πετεινάρι͜α(υποκορ.) πετεινοί
πετεινολάλι͜αχαράματα, η ώρα που λαλούν οι πετεινοί
πλάνπλάι, πλαϊνό/ παρακείμενο μέρος, παραπέρα
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σ̌αματάδαςσαματάδες, φασαρίες şamata/şemāte
σούκ’(προστ.) σήκω
’τραγώδ’νανε(ετραγώδ’νανε) τραγουδούσαν
τσ̌όκεψονκατάπεσε, επικάθησε, κλίνε υπό το βάρος çökmek
φαεπότ’φαγοπότι
χορόντας(ονομ. τα) χοροί, (αιτ.) χορούς
χωρίαχωριά
ωμίαώμοι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
aδάεδώ
αε-Σέρ’αϊ-Σέργιο
ακείεκεί
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ασ’από
δέβα(προστ.) πήγαινε
εδέβανε(για τόπο) πέρασαν, διέσχισαν (για χρόνο) πέρασαν διαβαίνω
εκείσ’νεκειτόσουν, ξάπλωνες
εμέρωσενξημέρωσε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εποίν’νανέκαναν, έφτιαχναν ποιέω-ῶ
ερχίναναναρχινούσαν
εσάδικά σου/σας
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κόνεψον(προστ.) εγκαταστήσου, φώλιασε, προσγειώσου konmak
κοσσάρι͜ακότες
’κουμουλι͜άουτουν(εκουμουλι͜άουτουν) μαζευόταν, στοιβαζόταν cumulare
κρού’νεχτυπούν κρούω
κρού’νε σο νου μ’έρχονται στο νου μου/στη σκέψη μου κρούω
λέγ’νελένε
λελεύωχαίρομαι
ουςως, μέχρι
παναΰρι͜απανηγύρια
πανοΰρι͜απανηγύρια
παρχανάδαςκαραβάνια, καταλύματα καραβανιού, μτφ. οι παρέες barhana/bār + ḫāne
πετεινάρι͜α(υποκορ.) πετεινοί
πετεινολάλι͜αχαράματα, η ώρα που λαλούν οι πετεινοί
πλάνπλάι, πλαϊνό/ παρακείμενο μέρος, παραπέρα
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σ̌αματάδαςσαματάδες, φασαρίες şamata/şemāte
σούκ’(προστ.) σήκω
’τραγώδ’νανε(ετραγώδ’νανε) τραγουδούσαν
τσ̌όκεψονκατάπεσε, επικάθησε, κλίνε υπό το βάρος çökmek
φαεπότ’φαγοπότι
χορόντας(ονομ. τα) χοροί, (αιτ.) χορούς
χωρίαχωριά
ωμίαώμοι
Απάν’ σον Αε-Σέρ’-ι

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost