.
.
Γιάμπολης | Ένα μουσικό οδοιπορικό

Λάσκουμαι ως το μέρωμαν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Λάσκουμαι ως το μέρωμαν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Το ρακίν εγώ πίν’ ατο
και με τα πενηντάρι͜α
Λάσκουμαι ως το μέρωμαν
και σα πετεινολάλι͜α

Πετούν, πετούν, πετούν, πετούν
πετούν και ’κι γονεύ’νε
Σεβνταλία κορτσόπα είν’
και πώς θα ταγιανεύ’νε;

Ρακίν με καν’νάν ’κ’ έπινα
είπα, κόρη μ’ σην υεία σ’
Ατέ -ν- εκλώστεν κι είπε με
φαρμάκια ας σην καρδία σ’

Πετούν, πετούν, πετούν, πετούν
τη Θεού τα πουλία
Σαντέτ’κα κορτσόπα είναι
μικρά και σεβνταλία

Εσέν ρακόπον πίνω σε,
πασ̌κείμ’ για μεθυσίαν;
Πίνω σε -ν- ας σ’ εφκιαρόπο μ’,
κι ας σην τυραννισία

Πίνω, κάποτε μεθώ,
τ’ αρνόπο μ’ αροθυμώ
Σην καρδία μ’ έχ’ ατο,
ατσ̌άπ’ θα ελέπ’ ατο;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
αροθυμώνοσταλγώ
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ατέαυτή
ατσ̌άπ’άραγε, αναρωτιέμαι acep/ʿaceb
γονεύ’νεεγκαθίστανται, φωλιάζουν, προσγειώνονται (επί πτηνών) konmak
είν’(για πληθ.) είναι
εκλώστενγύρισε, επέστρεψε
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εφκιαρόπομελαγχολία, στενοχώρια, έγνοια, άγχος efkâr/efkār
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καν’νάνκανέναν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπακοριτσάκια
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μεθυσίανμεθύσι, μέθη
μέρωμανξημέρωμα
πασ̌κείμ’μήπως, μήπως (και) πᾶς καί ἔνι
πετεινολάλι͜αχαράματα, η ώρα που λαλούν οι πετεινοί
πίν’πίνω/ει
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
ρακόπον(υποκορ.) αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī + -όπον
σεβνταλίαερωτοχτυπημένα, ερωτευμένα, ερωτικά sevdalı
ταγιανεύ’νεαντέχουν, βαστάνε, υπομένουν dayanmak
τυραννισίατυράννια, ταλαιπωρία
υείαυγεία
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
αροθυμώνοσταλγώ
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ατέαυτή
ατσ̌άπ’άραγε, αναρωτιέμαι acep/ʿaceb
γονεύ’νεεγκαθίστανται, φωλιάζουν, προσγειώνονται (επί πτηνών) konmak
είν’(για πληθ.) είναι
εκλώστενγύρισε, επέστρεψε
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εφκιαρόπομελαγχολία, στενοχώρια, έγνοια, άγχος efkâr/efkār
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καν’νάνκανέναν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπακοριτσάκια
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μεθυσίανμεθύσι, μέθη
μέρωμανξημέρωμα
πασ̌κείμ’μήπως, μήπως (και) πᾶς καί ἔνι
πετεινολάλι͜αχαράματα, η ώρα που λαλούν οι πετεινοί
πίν’πίνω/ει
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
ρακόπον(υποκορ.) αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī + -όπον
σεβνταλίαερωτοχτυπημένα, ερωτευμένα, ερωτικά sevdalı
ταγιανεύ’νεαντέχουν, βαστάνε, υπομένουν dayanmak
τυραννισίατυράννια, ταλαιπωρία
υείαυγεία
Λάσκουμαι ως το μέρωμαν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost