.
.
Γιάμπολης | Ένα μουσικό οδοιπορικό

Τρία κορτσόπα νέικα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Τρία κορτσόπα νέικα
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Σίτι͜α επέγ’να επέντεσα
τρία κορτσόπα νέικα
Ατά εγώ εγνώρτσα τα
ντο έσανε Σαντέτ’κα

Λελεύω, ξαν, λελεύω σας,
εσάς να ποδεδίζω!
Ας σο μέλ’ κι ας ση ζάχαρη
εσάς ’κι αποχωρίζω

Σπαλέρι͜α έχ’νε κόκκινα
τα κόλφι͜α τουν σ̌κεπάζ’νε
Και τα καρδίας τ’ έρημα
σεβτάν ντο ’κι χορτάζ’νε

Κορτσόπα, ντό τερείτε με
και ντό χαμογελάτε;
Σεβτάν ντο έν’ ’κι ξέρετε,
τσ̌εχέλ’κα, ’κ’ εγροικάτε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατάαυτά
εγνώρτσαγνώρισα
εγροικάτεκαταλαβαίνετε
έν’είναι
επέγ’ναπήγαινα
επέντεσααπάντησα, συνάντησα τυχαία
έσανεήταν
έχ’νεέχουνε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κόλφι͜αη αγκαλιά, ο κόλπος, το μέρος του σώματος ανάμεσα στους βραχίονες και το στήθος, το στήθος της γυναίκας
κορτσόπακοριτσάκια
λελεύωχαίρομαι
μέλ’μέλι
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
νέικανεαρά, νεανικά
ξανπάλι, ξανά
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
σεβτάναγάπη, έρωτα sevda/sevdā
σίτι͜ακαθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σ̌κεπάζ’νεσκεπάζουν
σπαλέρι͜αμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τερείτεκοιτάτε
τουντους
τσ̌εχέλ’καάπειρα, ανώριμα, άβγαλτα cehil/cehl
χορτάζ’νεχορτάζουν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατάαυτά
εγνώρτσαγνώρισα
εγροικάτεκαταλαβαίνετε
έν’είναι
επέγ’ναπήγαινα
επέντεσααπάντησα, συνάντησα τυχαία
έσανεήταν
έχ’νεέχουνε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κόλφι͜αη αγκαλιά, ο κόλπος, το μέρος του σώματος ανάμεσα στους βραχίονες και το στήθος, το στήθος της γυναίκας
κορτσόπακοριτσάκια
λελεύωχαίρομαι
μέλ’μέλι
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
νέικανεαρά, νεανικά
ξανπάλι, ξανά
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
σεβτάναγάπη, έρωτα sevda/sevdā
σίτι͜ακαθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σ̌κεπάζ’νεσκεπάζουν
σπαλέρι͜αμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τερείτεκοιτάτε
τουντους
τσ̌εχέλ’καάπειρα, ανώριμα, άβγαλτα cehil/cehl
χορτάζ’νεχορτάζουν
Τρία κορτσόπα νέικα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost