.
.
Γιάμπολης | Ένα μουσικό οδοιπορικό

’Ροθύμεσα και τοι Σαντέτ’ς

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
’Ροθύμεσα και τοι Σαντέτ’ς
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Σα χ̌ίλι͜α εννιακόσια [ν’ αηλί εμέν!]
και το εικοσιέναν [ωφ! ωφ!]
Σα στράτας απάν’ κέσ’ έκχ̌’σαν [ν’ αηλί εμέν!]
το Σαντέτ’κον το αίμαν [ωφ! ωφ!]

Έκιτι οσπιτόπα μουν [ν’ αηλί εμέν!]
και έρημα πουτσ̌άχα [ωφ! ωφ!]
Εμείς μουγατσ̌ίρ’ λάσκουμες [ν’ αηλί εμέν!]
απισ̌κέσ’ σα σοκάχα [ωφ! ωφ!]

Ντ’ εέντανε και -ν- οι Σαντέτ’, [ν’ αηλί εμέν!]
τ’ εμόν οι γειτονάδες; [ωφ! ωφ!]
Αφκά σο χώμαν κείντανε [ν’ αηλί εμέν!]
σ’ Ερζερουμί’ τ’ οβάδες [ωφ! ωφ!]

’Ροθύμεσα και τοι Σαντέτ’ς, [ν’ αηλί εμέν]
τ’ εμόν τοι συγγενούς -ι [ωφ! ωφ!]
Μίαν κι άλλο ας έλεπα [ν’ αηλί εμέν]
είναν απ’ ατουνούς -ι [ωφ! ωφ!/’μω τον νόμο σ’]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
απάν’πάνω
απισ̌κέσ’μέσα
ατουνούςαυτούς
αφκάκάτω
γειτονάδεςγειτόνοι
εέντανεέγιναν
είνανέναν, μία
έκιτιέκφραση αναπόλησης που υποδηλώνει νοσταλγία για κάτι παρελθοντικό hey gidi
έκχ̌’σανεξέχυσαν, έχυσαν, εξέβαλαν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
έλεπαέβλεπα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
κείντανεκείτονται, ξαπλώνουν
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
λάσκουμεςπεριφερόμαστε, τριγυρίζουμε, περιπλανιόμαστε ἀλάομαι/ηλάσκω
μίανμια φορά
μίαν κι άλλοάλλη μια φορά
μουγατσ̌ίρ’(αιτ. εν.) πρόσφυγα, μετανάστη, (πληθ.) πρόσφυγες, μετανάστες muhacir/muhācir
μουνμας
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
οβάδεςπεδιάδες ova
οσπιτόπασπιτάκια hospitium<hospes
πουτσ̌άχαάκρες, γωνιές, τόποι bucak
’ροθύμεσα(εροθύμεσα) νοστάλγησα
Σαντέτ’οι έχοντες καταγωγή από την Σάντα
σοκάχασοκάκια, στενά δρομάκι ανάμεσα σε κτίσματα sokak/zuḳāḳ
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
συγγενούςσυγγενείς
τοιτους/τις
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
απάν’πάνω
απισ̌κέσ’μέσα
ατουνούςαυτούς
αφκάκάτω
γειτονάδεςγειτόνοι
εέντανεέγιναν
είνανέναν, μία
έκιτιέκφραση αναπόλησης που υποδηλώνει νοσταλγία για κάτι παρελθοντικό hey gidi
έκχ̌’σανεξέχυσαν, έχυσαν, εξέβαλαν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
έλεπαέβλεπα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
κείντανεκείτονται, ξαπλώνουν
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
λάσκουμεςπεριφερόμαστε, τριγυρίζουμε, περιπλανιόμαστε ἀλάομαι/ηλάσκω
μίανμια φορά
μίαν κι άλλοάλλη μια φορά
μουγατσ̌ίρ’(αιτ. εν.) πρόσφυγα, μετανάστη, (πληθ.) πρόσφυγες, μετανάστες muhacir/muhācir
μουνμας
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
οβάδεςπεδιάδες ova
οσπιτόπασπιτάκια hospitium<hospes
πουτσ̌άχαάκρες, γωνιές, τόποι bucak
’ροθύμεσα(εροθύμεσα) νοστάλγησα
Σαντέτ’οι έχοντες καταγωγή από την Σάντα
σοκάχασοκάκια, στενά δρομάκι ανάμεσα σε κτίσματα sokak/zuḳāḳ
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
συγγενούςσυγγενείς
τοιτους/τις
’Ροθύμεσα και τοι Σαντέτ’ς

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost