.
.
Διστράτ’

Τ’ εμόν η ποσπογάζαινα

Τ’ εμόν η ποσπογάζαινα
fullscreen
Γιά ’κι κρατείς α’ μυστικόν
τη σεβντά σην καρδία μ’
Κι όλ’ την ημέραν άν’ και κα’
λες α’ σην γειτονίαν

Τ’ εμόν η ποσ̌πογάζαινα,
τ’ εμόν αρ’ η φραντάλα
Το φάκ’ απέσ’ ατ’ς ’κι αναλεί¹,
εύκαιρος άμον λάλα

Μεϊτάν’ εβγάλτς τ’ εμέτερα
εσύ τα σεβνταλούκια
’κι θέλω τα στομόλογα
και τα ποσ̌πογαλούκια

Τ’ εμόν η ποσ̌πογάζαινα,
τ’ εμόν αρ’ η φραντάλα
Το φάκ’ απέσ’ ατ’ς ’κι αναλεί¹,
εύκαιρος άμον λάλα

Κάθκα σ’ οσπίτι σ’ και μ’ εβγαίντς
και τη βραδήν σο δώμαν
κι άμον την πόρταν τη ’σπιτί σ’
κλειστόν κρά’ και το στόμα σ’

Τ’ εμόν η ποσ̌πογάζαινα,
τ’ εμόν αρ’ η φραντάλα
Το φάκ’ απέσ’ ατ’ς ’κι αναλεί¹,
εύκαιρος άμον λάλα

Ό,τι ευτάμε εμείς οι δύ’
γιατί τρέχ̌’ πας και λες α’;
Ατά, πουλόπο μ’, λέγ’ν’ α̤τα
«εγάπης εξαπέσ̌ι͜α»

Τ’ εμόν η ποσ̌πογάζαινα,
τ’ εμόν αρ’ η φραντάλα
Το φάκ’ απέσ’ ατ’ς ’κι αναλεί¹,
εύκαιρος άμον λάλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
άν’άνω, πάνω, άνωθεν
αναλείμουσκεύει και μαλακώνει, διαβρέχει
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατάαυτά
ατ’ςαυτής, της
βραδήνβράδυ
γιάείτε, ή ya/yā
δύ’δύο
δώμανδωμάτιο, χωμάτινη επίπεδη στέγη των σπιτιών
εβγαίντςβγαίνεις
εβγάλτςβγάζεις
εγάπηςαγάπης
εμέτεραδικά μας ἡμέτερος
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εξαπέσ̌ι͜αασυναρτησίες, ανοησίες
ευτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
κα’κάτω
κάθκα(προστ.) κάθισε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρά’(προστ.) κράτα, βάστα
κρατείςκρατάς
λάλαμωρή, ανόητη, τρελή
λέγ’ν’λένε
μεϊτάν’πλατεία, αλάνα meydan/meydān
όλ’όλοι/α
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
ποσ̌πογάζαινακουτσομπόλα pisboğaz
ποσ̌πογαλούκιακουτσομπολιά pisboğazlık
πουλόποπουλάκι
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
σεβνταλούκιαέρωτες sevdalık
τρέχ̌’τρέχει
φάκ’φακή
φραντάλαγυναίκα πρόσχαρη, πληθωρική γυναίκα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
άν’άνω, πάνω, άνωθεν
αναλείμουσκεύει και μαλακώνει, διαβρέχει
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατάαυτά
ατ’ςαυτής, της
βραδήνβράδυ
γιάείτε, ή ya/yā
δύ’δύο
δώμανδωμάτιο, χωμάτινη επίπεδη στέγη των σπιτιών
εβγαίντςβγαίνεις
εβγάλτςβγάζεις
εγάπηςαγάπης
εμέτεραδικά μας ἡμέτερος
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εξαπέσ̌ι͜αασυναρτησίες, ανοησίες
ευτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
κα’κάτω
κάθκα(προστ.) κάθισε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρά’(προστ.) κράτα, βάστα
κρατείςκρατάς
λάλαμωρή, ανόητη, τρελή
λέγ’ν’λένε
μεϊτάν’πλατεία, αλάνα meydan/meydān
όλ’όλοι/α
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
ποσ̌πογάζαινακουτσομπόλα pisboğaz
ποσ̌πογαλούκιακουτσομπολιά pisboğazlık
πουλόποπουλάκι
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
σεβνταλούκιαέρωτες sevdalık
τρέχ̌’τρέχει
φάκ’φακή
φραντάλαγυναίκα πρόσχαρη, πληθωρική γυναίκα
Τ’ εμόν η ποσπογάζαινα
Σημειώσεις
¹ (εκφ.) δεν κρατάει μυστικό

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost