.
.
Ποντιακοί χοροί με τον Μιχάλη Καλιοντζίδη

Τικ μονόν (Εσ̌κέμυναν τ’ ολόερα σ’)

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Τικ μονόν (Εσ̌κέμυναν τ’ ολόερα σ’)
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Εσ̌κέμυναν τ’ ολόερα σ’,
αρ’ έγρυναν τ’ αυλία σ’
Άλλο ’κ’ έκ’σα την καλατσ̌ή σ’,
πουλόπο μ’, τη λαλία σ’

Ατά τ’ ομμάτι͜α που ελέπ’,
ατό τ’ άσπρον τη γούλα σ’
Ας σο καρδόπον ατ’ εβγαίν’ν
σεράντα λογιών βρούλας

Έλα να ποδεδίζω σε,
έλα να ποδεδί͜εις με
Σ’ εγκαλιόπο μ’ ετράνυνες,
ατώρα ’κ’ εγνωρί͜εις με
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατάαυτά
ατώρατώρα
αυλίααυλές
βρούλας(τη) φλόγας, (τα) φλόγες brûler
γούλαλαιμός gula
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εγνωρί͜ειςγνωρίζεις
έγρυναναγρίεψαν, πήραν άγρια όψη
έκ’σαάκουσα
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εσ̌κέμυνανασχήμαιναν
ετράνυνεςμεγάλωσες, ανατράφηκες τρανόω-ῶ
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλατσ̌ήομιλία, συνομιλία, συζήτηση keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καρδόπονκαρδούλα
λαλίαλαλιά, φωνή
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
ολόεραολόγυρα
ομμάτι͜αμάτια
ποδεδί͜εις(ενεργ. και μέση) χαίρεσαι, απολαμβάνεις, προσκυνάς από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πουλόποπουλάκι
σεράντασαράντα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατάαυτά
ατώρατώρα
αυλίααυλές
βρούλας(τη) φλόγας, (τα) φλόγες brûler
γούλαλαιμός gula
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εγνωρί͜ειςγνωρίζεις
έγρυναναγρίεψαν, πήραν άγρια όψη
έκ’σαάκουσα
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εσ̌κέμυνανασχήμαιναν
ετράνυνεςμεγάλωσες, ανατράφηκες τρανόω-ῶ
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλατσ̌ήομιλία, συνομιλία, συζήτηση keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καρδόπονκαρδούλα
λαλίαλαλιά, φωνή
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
ολόεραολόγυρα
ομμάτι͜αμάτια
ποδεδί͜εις(ενεργ. και μέση) χαίρεσαι, απολαμβάνεις, προσκυνάς από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πουλόποπουλάκι
σεράντασαράντα
Τικ μονόν (Εσ̌κέμυναν τ’ ολόερα σ’)

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost