.
.
Ποντιακοί χοροί με τον Μιχάλη Καλιοντζίδη

Καλόν κορίτσ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Καλόν κορίτσ’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Καλόν κορίτσ’, καλόν κορίτσ’,
καλόν κι ευλογημένον
Ση χώραν φαίνεται άσ̌κεμον, [λελεύ’ ατο!]
σ’ εμέν έν’ φωταγμένον

Καλόν κορίτσ’ εχόρευαν
τ’ έμορφα τα κορτσόπα
Τα κάλλι͜α τουν εσείουσαν [λελεύ’ ατα!]
άμον μανουσ̌ακόπα

Καλόν κορίτσ’ για χόρεψον,
εσύ, τ’ εμόν φραντάλα
Τ’ αμάραντα μαραίν’, πουλί μ’/γιαβρί μ’, [λελεύω σε!]
και τ’ εσόν η εγκάλια

Καλόν κορίτσ’, για χόρεψον,
εσύ τ’ εμόν αρνόπον
Ατού σ’ άσπρα τα κόρφι͜α σου [λελεύω σε!]
θα ’φτάγω τσ̌αλιμόπον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αμάραντα(επιστ. Helichrysum stoechas) τα αγριολούλουδα ελίχρυσος ο πολύτιμος
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρνόποναρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
άσ̌κεμονάσχημο, κακότροπο
ατααυτά
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
εγκάλιααγκαλιά
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφαόμορφα
έν’είναι
εσείουσανσείονταν, κουνιόντουσαν πέρα δώθε δυνατά
εσόνδικός/ή/ό σου
κάλλι͜ακάλλη
κορτσόπακοριτσάκια
κόρφι͜αη αγκαλιά, ο κόλπος, το μέρος του σώματος ανάμεσα στους βραχίονες και το στήθος, το στήθος της γυναίκας
λελεύ’χαίρομαι/εται
λελεύωχαίρομαι
μανουσ̌ακόπαμενεξέδες/βιολέτες մանուշակ (manušak)<manafšak
τουντους
τσ̌αλιμόπον(υποκορ.) επιδέξια κίνηση (σε χορό κ.ά.), σκέρτσο, κάμωμα çalım + -όπον
φραντάλαγυναίκα πρόσχαρη, πληθωρική γυναίκα
’φτάγω(ευτάγω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
φωταγμένονφωτισμένο, λαμπερό
χόρεψον(προστ.) χόρεψε
χώρανξένους, μη οικείους, ξενιτειά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αμάραντα(επιστ. Helichrysum stoechas) τα αγριολούλουδα ελίχρυσος ο πολύτιμος
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρνόποναρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
άσ̌κεμονάσχημο, κακότροπο
ατααυτά
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
εγκάλιααγκαλιά
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφαόμορφα
έν’είναι
εσείουσανσείονταν, κουνιόντουσαν πέρα δώθε δυνατά
εσόνδικός/ή/ό σου
κάλλι͜ακάλλη
κορτσόπακοριτσάκια
κόρφι͜αη αγκαλιά, ο κόλπος, το μέρος του σώματος ανάμεσα στους βραχίονες και το στήθος, το στήθος της γυναίκας
λελεύ’χαίρομαι/εται
λελεύωχαίρομαι
μανουσ̌ακόπαμενεξέδες/βιολέτες մանուշակ (manušak)<manafšak
τουντους
τσ̌αλιμόπον(υποκορ.) επιδέξια κίνηση (σε χορό κ.ά.), σκέρτσο, κάμωμα çalım + -όπον
φραντάλαγυναίκα πρόσχαρη, πληθωρική γυναίκα
’φτάγω(ευτάγω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
φωταγμένονφωτισμένο, λαμπερό
χόρεψον(προστ.) χόρεψε
χώρανξένους, μη οικείους, ξενιτειά
Καλόν κορίτσ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost