.
.
Ποντιακοί χοροί με τον Μιχάλη Καλιοντζίδη

Ρομάνα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ρομάνα
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ρομάνα επαρχάρευεν
Κουντούρ’ σα Λιβαδία
Σου Μίρη και σου Κοβλακά
και σ’ Άσπρα τα Πλακία

Ρομάνα, ξαν ρομάνα
και του παρχαρί’ η μάνα
Τιδέν ’κι φοβερίζει͜ ατεν
απέσ’ σ’ άγρι͜α τ’ ορμάνι͜α

Ρομάνα τρώει το βούτουρον,
τ’ ανθόγαλαν το στύπον
Φτερία στρών’ και κείται κα’,
χορτάζ’ ελαφρύν ύπνον

Ρομάνα, ξαν ρομάνα
και του παρχαρί’ η μάνα
Τιδέν ’κι φοβερίζει͜ ατεν
απέσ’ σ’ άγρι͜α τ’ ορμάνι͜α

Ρομάνες πάτε σο παρχάρ’
καλά δουλείας ποίστεν,
Όντες τρώτε τ’ ανθόγαλα
το μερτικό μ’ αφήστεν

Ρομάνα τρώει το βούτουρον,
τ’ ανθόγαλαν το στύπον
Φτερία στρών’ και κείται κα’,
χορτάζ’ ελαφρύν ύπνον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ανθόγαλανανθόγαλο, λιπαρή ουσία σαν αφρός που εμφανίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος, όταν αυτό βράσει
απέσ’μέσα
ατεναυτήν
βούτουρονβούτυρο
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
επαρχάρευενπαραθερίζε σε ορεινό θερινό βοσκότοπο
κα’κάτω
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
Κουντούρ’Φλεβάρη
Λιβαδία(ή Αλβεάδι͜α) θεωρούνταν το καλύτερο παρχάρι όχι μόνον της Κρώμνης, αλλά και όλων των άλλων περιοχών
ξανπάλι, ξανά
όντεςόταν
ορμάνι͜αδάση orman
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
ποίστεν(προστ.) κάντε, φτιάξτε ποιέω-ῶ
ρομάναπαρχαρομάνα, γυναίκα επιφορτισμένη με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
ρομάνεςπαρχαρομάνες, γυναίκες επιφορτισμένες με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
στύπονξινό, στυφό
τιδέντίποτα
φτερίαφτέρες
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ανθόγαλανανθόγαλο, λιπαρή ουσία σαν αφρός που εμφανίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος, όταν αυτό βράσει
απέσ’μέσα
ατεναυτήν
βούτουρονβούτυρο
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
επαρχάρευενπαραθερίζε σε ορεινό θερινό βοσκότοπο
κα’κάτω
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
Κουντούρ’Φλεβάρη
Λιβαδία(ή Αλβεάδι͜α) θεωρούνταν το καλύτερο παρχάρι όχι μόνον της Κρώμνης, αλλά και όλων των άλλων περιοχών
ξανπάλι, ξανά
όντεςόταν
ορμάνι͜αδάση orman
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
ποίστεν(προστ.) κάντε, φτιάξτε ποιέω-ῶ
ρομάναπαρχαρομάνα, γυναίκα επιφορτισμένη με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
ρομάνεςπαρχαρομάνες, γυναίκες επιφορτισμένες με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
στύπονξινό, στυφό
τιδέντίποτα
φτερίαφτέρες
Ρομάνα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost