.
.
Σ’ αυτόν που τον έλεγαν «Θεόδωρο Παυλίδη»

Αν αποθάνω, γιαβρόπο μ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Αν αποθάνω, γιαβρόπο μ’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Αν αποθάνω γιαβρόπο μ’
έλα το χρόνον μίαν
Έναν κερόπον άψον με
ποίσο με συντροφίαν

Αέτσ’ πως έν’, καλόν έν’,
[ψ̌η μ’] τ’ εγκαλόπο σ’ αλών’ έν’
Εφίλεσα το μαγ’λόπο σ’
ας σ’ εμόν τρυφερόν έν’

Αν αποθάνω, γιαβρόπο μ’,
θάψον με με το φέγγον
’Μάραντα και τριαντάφυλλα
σο κιφαλόπο μ’ θέκον

Πατώ και προσ̌κυνώ σε
και ντό πολλά αγαπώ σε!
Έλα γιαβρί μ’/ψ̌ήκα μ’, σ’ εμέτερα
αν αρρωσταίντς τερώ σε

Αν αποθάνω θάψτε με
σ’ έναν ψηλόν ραχ̌όπον
Ν’ ακούγω τσ̌οπάν’ σ̌ύριγμαν
και κεμεντζ̌ές λαλόπον

Αρ’ ατώρα μαύρα φόρα
και πέ’ ατο τη χώρα
Ο νισ̌αλής πως θ’ αποθάν’,
δος το χαπάρ’ ατώρα

Αν αποθάνω ξάι μη κλαις
και μη τρως την καρδία σ’
Κλάψον με ατώρα ζωντανόν
και φτούλτσον τα μαλλία σ’

Πατώ και προσ̌κυνώ σε
και ντό πολλά αγαπώ σε!
Έλα γιαβρί μ’/ψ̌ήκα μ’, σ’ εμέτερα
αν αρρωσταίντς τερώ σε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αέτσ’έτσι
αλών’αλώνι
αποθάν’πεθαίνει
αποθάνωπεθαίνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρρωσταίντςαρρωσταίνεις
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ατώρατώρα
άψον(προστ.) άναψε
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γιαβρόπομωράκι, μικρούλι, παιδάκι yavru + -όπον
δοςδώσε
εγκαλόποαγκαλιά, αγκαλίτσα
εμέτεραδικά μας ἡμέτερος
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
εφίλεσαφίλησα
θάψον(προστ.) θάψε
θέκον(προστ.) θέσε, τοποθέτησε, βάλε
κεμεντζ̌έςλύρας kemençe/kemānçe
κερόπονκεράκι
κιφαλόποκεφαλάκι
κλάψον(προστ.) κλάψε
λαλόπονλαλιά, φωνή
μαγ’λόπομαγουλάκι magulum
’μάραντα(επιστ. Helichrysum stoechas) τα αγριολούλουδα ελίχρυσος ο πολύτιμος
μίανμια φορά
νισ̌αλήςαρραβωνιαστικός nişanlı<nişān
ξάικαθόλου
πέ’(προστ.) πες
ποίσο(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ραχ̌όπονραχούλα, μικρό βουνό
συντροφίανσυντροφιά, παρέα
σ̌ύριγμανσφύριγμα σῦριγξ
τερώκοιτώ
τσ̌οπάν’τσομπάνηδες, βοσκοί, (γεν.) τσομπάνων çoban/çūbān, şūbān
φέγγονφεγγάρι
φτούλτσον(προστ.) μάδησε, ξεπουπούλισε πτίλον
χαπάρ’χαμπάρι, είδηση, μαντάτο haber/ḫaber
χώραοι ξένοι γενικά, οι μη οικείοι, η ξενιτειά
ψ̌ηψυχή
ψ̌ήκαψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αέτσ’έτσι
αλών’αλώνι
αποθάν’πεθαίνει
αποθάνωπεθαίνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρρωσταίντςαρρωσταίνεις
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ατώρατώρα
άψον(προστ.) άναψε
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γιαβρόπομωράκι, μικρούλι, παιδάκι yavru + -όπον
δοςδώσε
εγκαλόποαγκαλιά, αγκαλίτσα
εμέτεραδικά μας ἡμέτερος
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
εφίλεσαφίλησα
θάψον(προστ.) θάψε
θέκον(προστ.) θέσε, τοποθέτησε, βάλε
κεμεντζ̌έςλύρας kemençe/kemānçe
κερόπονκεράκι
κιφαλόποκεφαλάκι
κλάψον(προστ.) κλάψε
λαλόπονλαλιά, φωνή
μαγ’λόπομαγουλάκι magulum
’μάραντα(επιστ. Helichrysum stoechas) τα αγριολούλουδα ελίχρυσος ο πολύτιμος
μίανμια φορά
νισ̌αλήςαρραβωνιαστικός nişanlı<nişān
ξάικαθόλου
πέ’(προστ.) πες
ποίσο(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ραχ̌όπονραχούλα, μικρό βουνό
συντροφίανσυντροφιά, παρέα
σ̌ύριγμανσφύριγμα σῦριγξ
τερώκοιτώ
τσ̌οπάν’τσομπάνηδες, βοσκοί, (γεν.) τσομπάνων çoban/çūbān, şūbān
φέγγονφεγγάρι
φτούλτσον(προστ.) μάδησε, ξεπουπούλισε πτίλον
χαπάρ’χαμπάρι, είδηση, μαντάτο haber/ḫaber
χώραοι ξένοι γενικά, οι μη οικείοι, η ξενιτειά
ψ̌ηψυχή
ψ̌ήκαψυχούλα
Αν αποθάνω, γιαβρόπο μ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost