.
.
Σ’ αυτόν που τον έλεγαν «Θεόδωρο Παυλίδη»

Σίναν να λέω τα τέρτι͜α μ’;

Συνθέτες: Παραδοσιακό
Σίναν να λέω τα τέρτι͜α μ’;
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Σίναν να λέω τα τέρτι͜α μ’,
σίναν να λέω τα πόνια μ’;
Η καρδία μ’ θα σταματά,
ολίγα είν’ τα χρόνια μ’

Ψεύτικα πάντα χ̌αίρουμαι,
φαρμακωμένον γέλος
Πάντα φορτίον κουβαλώ,
ώσπου να έν’ το τέλος

Το καρδόπο μ’ έν’ γεραλίν,
τερτοκαπλαεμένον
Πάντα με τ’ «αχ» και με το «βαχ»
ψ̌όπο μ’, πουγαλεμένον

Θεέ μ’, γιατί να ζω αέτσ’, 
αέτσ’ τυραννιμένον;
Σα τέρτι͜α και σα βάσανα
ολόερα σαρεμένον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αέτσ’έτσι
γέλοςγέλιο, περίγελος
γεραλίνπληγωμένο, τραυματισμένο yaralı
είν’(για πληθ.) είναι
έν’είναι
καρδόποκαρδούλα
ολόεραολόγυρα
πόνια(ονομ.) πόνοι, (αιτ.) πόνους
πουγαλεμένονσκασμένο/η, βαριεστημένο/η, στενοχωρημένο/η bunalma
σαρεμένοντυλιγμένο, περικυκλωμένο sarmak
σίναν(σε τίναν) σε ποιον/α;
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τερτοκαπλαεμένονκαλυμμένο από καημούς dert+kaplama
τυραννιμένοντυραννισμένο/η
χ̌αίρουμαιχαίρομαι
ψ̌όποψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αέτσ’έτσι
γέλοςγέλιο, περίγελος
γεραλίνπληγωμένο, τραυματισμένο yaralı
είν’(για πληθ.) είναι
έν’είναι
καρδόποκαρδούλα
ολόεραολόγυρα
πόνια(ονομ.) πόνοι, (αιτ.) πόνους
πουγαλεμένονσκασμένο/η, βαριεστημένο/η, στενοχωρημένο/η bunalma
σαρεμένοντυλιγμένο, περικυκλωμένο sarmak
σίναν(σε τίναν) σε ποιον/α;
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τερτοκαπλαεμένονκαλυμμένο από καημούς dert+kaplama
τυραννιμένοντυραννισμένο/η
χ̌αίρουμαιχαίρομαι
ψ̌όποψυχούλα
Σίναν να λέω τα τέρτι͜α μ’;

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost