.
.
Σ’ αυτόν που τον έλεγαν «Θεόδωρο Παυλίδη»

Θόδωρε, ας σο θάνατο σ’

Θόδωρε, ας σο θάνατο σ’
fullscreen
Του Πόντου ο σταυραετόν
και τη χαράς ο δρόμον
Ορφάντσες όλεν τον λαόν
κι εφέκες μας τον πόνον

Θόδωρε μ’, ας σο θάνατο σ’,
τ’ ημ’σόν η γη εσ̌κίεν
Ο ήλιον πα όσον έκλαψεν
το φως -ν- ατ’ πα εβζήεν

♫

Θόδωρε μ’, ας σο θάνατο σ’,
τ’ ημ’σόν η γη εσ̌κίεν
Ο ήλιον πα όσον έκλαψεν
το φως -ν- ατ’ πα εβζήεν

Ν’ αηλί εσέν, πουλίκα μου,
κοτσ̌ά αΐκον παλληκάρι!
Ολίγα τα χρονόπα σου,
νε ψ̌ήκα μ’, νε στουλάρι μ’

Αρ’ έφυες πασ̌άκα μου,
’φέκες με μαναχόν -ι
Ατό τ’ εσόν η καμονή
εμέν θα θανατώνει

Τη Λαχανά τα ραχ̌ία
κλαίνε, μοιρολογούνε
Πάντα θα αναμέν’νε σε,
εσέν θ’ αναστορούνε

Θόδωρε μ’, και -ν- η λαλία σ’
γλυκύν άμον το μέλι
Και τη Σαββέλη η κεμεντζ̌έ
σ’ εσέν πουλί μ’, κερέ -νι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αΐκοντέτοιο/α
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναμέν’νεπεριμένουν, αναμένουν
αναστορούνεθυμούνται, αναπολούν
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
γλυκύνγλυκιά/ό
εβζήενέσβησε
εσ̌κίενσκίστηκε
εσόνδικός/ή/ό σου
εφέκεςάφησες
έφυεςέφυγες
ημ’σόνμισό/η
καμονήκαημός
κεμεντζ̌έλύρα kemençe/kemānçe
κερέταιριαστός/ή/ό göre
κοτσ̌άπολύ μεγάλο, τεράστιο koca
λαλίαλαλιά, φωνή
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
ορφάντσεςάφησες ορφανό
παπάλι, επίσης, ακόμα
πουλίκαπουλάκι
ραχ̌ίαράχες, βουνά
στουλάριστύλος που βαστάζει την στέγη οικίας, μτφ. στήριγμα
’φέκες(εφέκες) άφησες
χρονόπαχρονάκια
ψ̌ήκαψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αΐκοντέτοιο/α
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναμέν’νεπεριμένουν, αναμένουν
αναστορούνεθυμούνται, αναπολούν
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
γλυκύνγλυκιά/ό
εβζήενέσβησε
εσ̌κίενσκίστηκε
εσόνδικός/ή/ό σου
εφέκεςάφησες
έφυεςέφυγες
ημ’σόνμισό/η
καμονήκαημός
κεμεντζ̌έλύρα kemençe/kemānçe
κερέταιριαστός/ή/ό göre
κοτσ̌άπολύ μεγάλο, τεράστιο koca
λαλίαλαλιά, φωνή
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
ορφάντσεςάφησες ορφανό
παπάλι, επίσης, ακόμα
πουλίκαπουλάκι
ραχ̌ίαράχες, βουνά
στουλάριστύλος που βαστάζει την στέγη οικίας, μτφ. στήριγμα
’φέκες(εφέκες) άφησες
χρονόπαχρονάκια
ψ̌ήκαψυχούλα
Θόδωρε, ας σο θάνατο σ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost