.
.
Ο Διγενής

Ο πεκιάρτς

Ο πεκιάρτς
fullscreen
Πεκιάρτς θ’ απομένω εγώ,
κορτσόπα να κυνηγώ
Κι ας λένε με «εγέρασες,
τα σαράντα επέρασες!»

Ατός που σαρανταρίζ’
κι άλλο καλλίον ν’ αντρίζ’
Τα παράδες τογραεύ’,
λάσ̌κεται κι όλο χαρτσεύ’

Τοι χ̌εράδες αγαπώ,
πάω και παρηγορώ
Χ̌έρα μ’, τέρεν τη ζωή σ’,
αδά ’κι απομέν’ κανείς

Παντρεμέν’, τυρα̤ννιμέν’,
σ’ οσπίτ’ εσουν κλειδωμέν’
Εγώ πετώ άμον πουλίν
από κλαδίν σε κλαδίν

Γλέντα, κόσμε, τη ζωή σ’
και πολλά να μη νουνί͜εις
πριν την ώρα σ’ μη γεράς
για να φεύ’ς με τη σειρά σ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αντρίζ’παντρεύει, παντρεύεται
απομέν’απομένει
ατόςαυτός
γεράςγερνάς
εσουνσας
καλλίον(επίθ.) καλύτερο, (επίρ.) καλύτερα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπακοριτσάκια
λάσ̌κεταιπεριφέρεται, τριγυρνά, περιπλανιέται ἀλάομαι/ηλάσκω
νουνί͜ειςσκέφτεσαι
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
πεκιάρτςεργένης, (αιτ. πληθ.) εργένηδες bekâr/bekār
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τογραεύ’κομματιάζει doğramak
τοιτους/τις
τυρα̤ννιμέν’τυραννισμένοι, ταλαιπωρημένοι
φεύ’ςφεύγεις
χ̌έραχήρα
χ̌εράδεςχήρες
χαρτσεύ’ξοδεύει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αντρίζ’παντρεύει, παντρεύεται
απομέν’απομένει
ατόςαυτός
γεράςγερνάς
εσουνσας
καλλίον(επίθ.) καλύτερο, (επίρ.) καλύτερα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπακοριτσάκια
λάσ̌κεταιπεριφέρεται, τριγυρνά, περιπλανιέται ἀλάομαι/ηλάσκω
νουνί͜ειςσκέφτεσαι
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
πεκιάρτςεργένης, (αιτ. πληθ.) εργένηδες bekâr/bekār
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τογραεύ’κομματιάζει doğramak
τοιτους/τις
τυρα̤ννιμέν’τυραννισμένοι, ταλαιπωρημένοι
φεύ’ςφεύγεις
χ̌έραχήρα
χ̌εράδεςχήρες
χαρτσεύ’ξοδεύει
Ο πεκιάρτς

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost