.
.
Στα χνάρια της Ρωμανίας

Ση χαμαιλέτεν έλεθα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ση χαμαιλέτεν έλεθα
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ση χαμαιλέτεν έλεθα,
εκράτ’να σην ασίρκαν
Έπαρ’ με σ’ εγκαλιόπο σου
δύ’ ώρας κι έναν τσίρταν!

Έσυρα το τσ̌ανταόπο μ’
απάν’ σ’ ελατοκλάδι͜α
Επέρα το μικρόν τ’ αρνί μ’,
κι εταράγα σ’ ορμάνι͜α

Εγώ εσέν εγάπανα,
εσέν επαρακάλ’να
Τα στράτας ι-σ’ ωρίαζα,
απάν’ ανθρώπ’ς εβάλλ’να

Σ’ έναν κουμούλ’ κορτσόπα απέσ’
τσ̌ιπ τ’ έμορφον εχώρτσα
Αρ’ έγκε με σην άνοιξην
ας σου εμοθοπώρτσα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ανθρώπ’ςανθρώπους
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σουαπό του, από τότε που/αφότου, από αυτό που
ασίρκαναυτοσχέδιο φορείο, απλό μέσο μεταφοράς χώματος/πετρών κατά τη διάρκεια οικοδομικών ή άλλων παρεμφερών εργασιών носи́лки (προφ. νασίλκι)
δύ’δύο
εβάλλ’ναέβαζα, τοποθετούσα
εγάπανααγαπούσα
εγκαλιόποαγκαλίτσα
έγκεέφερε
εκράτ’νακρατούσα
ελατοκλάδι͜αελατόκλαδα
έλεθαάλεθα
εμοθοπώρτσαδιένυσα το φθινόπωρο
έμορφονόμορφο
έπαρ’(προστ.) πάρε
επαρακάλ’ναπαρακαλούσα
επέραπήρα
έσυραέσυρα, τράβηξα, έριξα
εταράγαταράχθηκα, ανακατεύθηκα, μπλέχθηκα ταράσσω
εχώρτσαξεχώρισα, ξεδιάλεξα
κορτσόπακοριτσάκια
κουμούλ’σωρός, στοίβα, βουνιά cumulare
ορμάνι͜αδάση orman
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τσ̌ανταόποτσαντάκι çanta/tança
τσ̌ιπεντελώς, ολότελα, ακριβώς
τσίρτανσταλιά
χαμαιλέτεννερόμυλο
ώραςώρες
ωρίαζαπρόσεχα, φύλαγα, επέβλεπα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ανθρώπ’ςανθρώπους
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σουαπό του, από τότε που/αφότου, από αυτό που
ασίρκαναυτοσχέδιο φορείο, απλό μέσο μεταφοράς χώματος/πετρών κατά τη διάρκεια οικοδομικών ή άλλων παρεμφερών εργασιών носи́лки (προφ. νασίλκι)
δύ’δύο
εβάλλ’ναέβαζα, τοποθετούσα
εγάπανααγαπούσα
εγκαλιόποαγκαλίτσα
έγκεέφερε
εκράτ’νακρατούσα
ελατοκλάδι͜αελατόκλαδα
έλεθαάλεθα
εμοθοπώρτσαδιένυσα το φθινόπωρο
έμορφονόμορφο
έπαρ’(προστ.) πάρε
επαρακάλ’ναπαρακαλούσα
επέραπήρα
έσυραέσυρα, τράβηξα, έριξα
εταράγαταράχθηκα, ανακατεύθηκα, μπλέχθηκα ταράσσω
εχώρτσαξεχώρισα, ξεδιάλεξα
κορτσόπακοριτσάκια
κουμούλ’σωρός, στοίβα, βουνιά cumulare
ορμάνι͜αδάση orman
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τσ̌ανταόποτσαντάκι çanta/tança
τσ̌ιπεντελώς, ολότελα, ακριβώς
τσίρτανσταλιά
χαμαιλέτεννερόμυλο
ώραςώρες
ωρίαζαπρόσεχα, φύλαγα, επέβλεπα
Ση χαμαιλέτεν έλεθα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost