.
.
Στα χνάρια της Ρωμανίας

Άλλο ’κι πάω σον παρχάρ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Άλλο ’κι πάω σον παρχάρ’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Άλλο ’κι πάω σον παρχάρ’, [μάνα μ’]
άλλο ’κι παρχαρεύω
Άλλο ’κι λέω και γελώ, [μάνα μ’]
άλλο ’κι μασχαρεύω

Αρνί μ’, έπαρ’ έναν μαχ̌αίρ’, [πουλί μ’]
έλα σ̌κίσον και τέρεν
Τη καρδίας ι-μ’ το ημ’σόν [πουλί μ’]
φωτίαν πως επέρεν!

Έναν πάω κι οπίσ’ τερώ, [μάνα μ’]
τ’ αρνόπο μ’ αναμένω
Μαύρον καρδόπον έχω [πουλί μ’]
όντες θ’ απιδι͜αβαίνω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απιδι͜αβαίνωφεύγω, αφήνω πίσω, προσπερνώ, ξεπερνώ από + διαβαίνω
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
έπαρ’(προστ.) πάρε
επέρενπήρε
ημ’σόνμισό/η
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
καρδόπονκαρδούλα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μασχαρεύωαστειεύομαι, διακωμωδώ maskara/masḫara
μαχ̌αίρ’μαχαίρι
όντεςόταν
οπίσ’πίσω
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρεύωπαραθερίζω σε θερινό βοσκότοπο (παρχάρι)
σ̌κίσονσκίσε (προστ.)
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τερώκοιτώ
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απιδι͜αβαίνωφεύγω, αφήνω πίσω, προσπερνώ, ξεπερνώ από + διαβαίνω
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
έπαρ’(προστ.) πάρε
επέρενπήρε
ημ’σόνμισό/η
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
καρδόπονκαρδούλα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μασχαρεύωαστειεύομαι, διακωμωδώ maskara/masḫara
μαχ̌αίρ’μαχαίρι
όντεςόταν
οπίσ’πίσω
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρεύωπαραθερίζω σε θερινό βοσκότοπο (παρχάρι)
σ̌κίσονσκίσε (προστ.)
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τερώκοιτώ
Άλλο ’κι πάω σον παρχάρ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost