.
.
Στα χνάρια της Ρωμανίας

Μακρύν φοτάν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Μακρύν φοτάν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Μακρύν φοτάν μη ζώσ̌κεσαι,
μακρύν έν’ συμποδί͜ει σε
Τ’ ομμάτι͜α μ’ να λελεύ’νε σε,
η ψ̌η μ’ να ποδεδί͜ει σε

Άμε, μάνα, άμε, μάνα,
άμε αλήγορα κι έλα
Τη θάλασσαν ποίσον στράταν,
τ’ αρνόπο μ’ έπαρ’ κι έλα

Η φοτά σ’ κοσ̌κινίεται
άμον ταραπουλούζι¹
Χ̌ίλια κομμάτι͜α ’ίνεται
ας σο τσ̌αλίμ’ σ’ που ρούζει

Άμε, μάνα, άμε, μάνα,
άμε αλήγορα κι έλα
Τη θάλασσαν ποίσον στράταν,
τ’ αρνόπο μ’ έπαρ’ κι έλα

Τα λετσ̌εκόπα σ’ δύο είν’,
κίτρινα και πολίτ’κα
Τα μαγουλόπα σ’ κόκκινα,
άμον Ανεφορίτ’κα

Άμε, μάνα, άμε, μάνα,
άμε αλήγορα κι έλα
Τη θάλασσαν ποίσον στράταν,
τ’ αρνόπο μ’ έπαρ’ κι έλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αλήγοραγρήγορα
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
Ανεφορίτ’κααυτά που είναι από την Ανεφορίαν (νότια ορεινή πλευρά της οροσειράς του Παρυάδρη)
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
είν’(για πληθ.) είναι
έν’είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
ζώσ̌κεσαιζώνεσαι, φοράς πάνω σου ζώννυμι
’ίνεταιγίνεται
κοσ̌κινίεταικοσκινίζεται, κουνιέται σαν κόσκινο κόσκινον
λελεύ’νεχαίρονται
λετσ̌εκόπα(υποκορ.) γυναικεία μαντίλια που χρησίμευαν ως κάλυμμα κεφαλής δεμένα σε σχήμα τριγώνου leçek<laçak
μαγουλόπαμαγουλάκια
ομμάτι͜αμάτια
ποδεδί͜ει(ενεργ. και μέση) χαίρεται, απολαμβάνει, προσκυνάει από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πολίτ’κααυτά που είναι από την Πόλη
ρούζειπέφτει
συμποδί͜εικάνει κπ να σκοντάψει/παραπατήσει
ταραπουλούζιμεταξωτό ζωνάρι το οποίο στην ύφανσή του έβγαζε κάθετες και οριζόντιες ραβδώσεις με αποτέλεσμα να σχηματίζεται καρό Ṭarābulus<Τρίπολις [η Τρίπολη του Λιβάνου φημιζόταν ιστορικά για την παραγωγή μεταξωτών και βαμβακερών υφασμάτων, κυρίως κατά την οθωμανική περίοδο αλλά και νωρίτερα, στη μεσαιωνική εποχή]
τσ̌αλίμ’επιδέξια κίνηση (σε χορό κ.ά.), σκέρτσο, κάμωμα çalım
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
φοτάνμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αλήγοραγρήγορα
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
Ανεφορίτ’κααυτά που είναι από την Ανεφορίαν (νότια ορεινή πλευρά της οροσειράς του Παρυάδρη)
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
είν’(για πληθ.) είναι
έν’είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
ζώσ̌κεσαιζώνεσαι, φοράς πάνω σου ζώννυμι
’ίνεταιγίνεται
κοσ̌κινίεταικοσκινίζεται, κουνιέται σαν κόσκινο κόσκινον
λελεύ’νεχαίρονται
λετσ̌εκόπα(υποκορ.) γυναικεία μαντίλια που χρησίμευαν ως κάλυμμα κεφαλής δεμένα σε σχήμα τριγώνου leçek<laçak
μαγουλόπαμαγουλάκια
ομμάτι͜αμάτια
ποδεδί͜ει(ενεργ. και μέση) χαίρεται, απολαμβάνει, προσκυνάει από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πολίτ’κααυτά που είναι από την Πόλη
ρούζειπέφτει
συμποδί͜εικάνει κπ να σκοντάψει/παραπατήσει
ταραπουλούζιμεταξωτό ζωνάρι το οποίο στην ύφανσή του έβγαζε κάθετες και οριζόντιες ραβδώσεις με αποτέλεσμα να σχηματίζεται καρό Ṭarābulus<Τρίπολις [η Τρίπολη του Λιβάνου φημιζόταν ιστορικά για την παραγωγή μεταξωτών και βαμβακερών υφασμάτων, κυρίως κατά την οθωμανική περίοδο αλλά και νωρίτερα, στη μεσαιωνική εποχή]
τσ̌αλίμ’επιδέξια κίνηση (σε χορό κ.ά.), σκέρτσο, κάμωμα çalım
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
φοτάνμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
ψ̌ηψυχή
Μακρύν φοτάν
Σημειώσεις
¹ Ακούγεται να τραγουδάει πιθ. εκ παραδρομής «ταραπουρνούζι»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost