.
.
Στα χνάρια της Ρωμανίας

Αφιέρωμα στην μνήμη του αξέχαστου Γ. Φουντουκίδη

Αφιέρωμα στην μνήμη του αξέχαστου Γ. Φουντουκίδη
fullscreen
Τρανόν κακόν εύρεν εμάς,
«Θεού δουλείας» λένε
Αΐκα που ’κ’ επέρασεν
πόσον πονείς ’κ’ εξέρ’νε

Κλάψτεν, παιδία, με την ψ̌ην,
κλάψτεν το παλληκάρι
Εφέκεν γαρήν και μωρά,
εχπάστεν πάει σον Άδην

Ν’ αηλί εκείνεν τη μάναν,
ν’ αηλί εκείν’ τον κύρ’ν ατ’
Ν’ αηλί κι εκείν’ την καρήν ατ’
που τρανύν’ τα παιδία τ’

Τιδέν να ’φτάω ’κ’ επορώ,
ντό να λέω ’κ’ εξέρω
Το τέρτι μ’ σύρω μαναχόν,
ωφλαεύω και κλαίω

Το Βολοβότ¹ ερημώθεν,
τα δρόμι͜α μουν εκόπαν
Πού είν’ εκείν’ τα παρέας
ντο εποίν’ναμε πρώτα;

Τ’ ομμάτι͜α μ’ ’πάν’ σον ουρανόν,
η γούλα μ’ εγομώθεν
Νέικα παιδία άλλο μη παίρτς,
Θεέ μ’, παρακαλώ σε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αΐκατέτοια/ες
γαρήν(αιτ.) γυναίκα karı
γούλαλαιμός gula
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
δρόμι͜αδρόμοι, δρόμους
εγομώθενγέμισε
είν’(για πληθ.) είναι
εκείν’εκείνοι/α
εκείνενεκείνη
εκόπανκόπηκαν
εξέρ’νεξέρουν, γνωρίζουν ή ήξερε, γνώριζε
εποίν’ναμεκάναμε, φτιάχναμε ποιέω-ῶ
επορώμπορώ
ερημώθενερημώθηκε
εύρενβρήκε
εφέκενάφησε
εχπάστεναναχώρησε, κίνησε για
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρήνγυναίκα, σύζυγο karı
κλάψτεν(προστ.) κλάψτε
κύρ’νκύρη, πατέρα
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μουνμας
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νέικανεαρά, νεανικά
ομμάτι͜αμάτια
παιδίαπαιδιά
παίρτςπαίρνεις
’πάν’(απάν’) πάνω
παρέας(γεν. ενικ.) παρέας, (ον./αιτ. πληθ.) παρέες
σύρωσέρνω, τραβώ, ρίχνω
τέρτικαημός, βάσανο, στενοχώρια dert
τιδέντίποτα
τρανύν’μεγαλώνω/ει, αναθρέφω/ει τρανόω-ῶ
’φτάω(ευτάω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
ψ̌ηνψυχή
ωφλαεύωκάνω «ωφ» λόγω στενοχώριας, πόνου, ανησυχίας, αναστενάζω oflamak
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αΐκατέτοια/ες
γαρήν(αιτ.) γυναίκα karı
γούλαλαιμός gula
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
δρόμι͜αδρόμοι, δρόμους
εγομώθενγέμισε
είν’(για πληθ.) είναι
εκείν’εκείνοι/α
εκείνενεκείνη
εκόπανκόπηκαν
εξέρ’νεξέρουν, γνωρίζουν ή ήξερε, γνώριζε
εποίν’ναμεκάναμε, φτιάχναμε ποιέω-ῶ
επορώμπορώ
ερημώθενερημώθηκε
εύρενβρήκε
εφέκενάφησε
εχπάστεναναχώρησε, κίνησε για
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρήνγυναίκα, σύζυγο karı
κλάψτεν(προστ.) κλάψτε
κύρ’νκύρη, πατέρα
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μουνμας
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νέικανεαρά, νεανικά
ομμάτι͜αμάτια
παιδίαπαιδιά
παίρτςπαίρνεις
’πάν’(απάν’) πάνω
παρέας(γεν. ενικ.) παρέας, (ον./αιτ. πληθ.) παρέες
σύρωσέρνω, τραβώ, ρίχνω
τέρτικαημός, βάσανο, στενοχώρια dert
τιδέντίποτα
τρανύν’μεγαλώνω/ει, αναθρέφω/ει τρανόω-ῶ
’φτάω(ευτάω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
ψ̌ηνψυχή
ωφλαεύωκάνω «ωφ» λόγω στενοχώριας, πόνου, ανησυχίας, αναστενάζω oflamak
Αφιέρωμα στην μνήμη του αξέχαστου Γ. Φουντουκίδη
Σημειώσεις
Το τραγούδι είναι γραμμένο στη μνήμη του ☦Γεωργίου Φουντουκίδη (1961-1997) από τον Παντελεήμονα Κιλκίς, ο οποίος σκοτώθηκε συνεπεία τροχαίου δυστυχήματος.

¹ (ή Κάτω Βολοβότ) Παλιά ονομασία του χωριού Παντελεήμων Κιλκίς

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost