.
.
Στα χνάρια της Ρωμανίας

Ομμάτι͜α μ’, δι͜αρμενεύω σας

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ομμάτι͜α μ’, δι͜αρμενεύω σας
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ανάθεμα και τη δείσαν
και που χ̌ι͜ονίζ’ παρώρας
Αρ’ συνταυλεί τσοι γυναίκ’ς
και αραεύ’νε πόδας

Ομμάτι͜α μ’, δι͜αρμενεύω σας
να μη μαραγγουλιάτεν
Σα ξένα, σ’ ανεγνώριμα
να λέτεν, να γελάτεν

Αν αρρωσταίντς, μικρόν αρνί μ’,
στείλω σε σον παρχάρ’ -ι
Αφκά και σ’ αλατόριζα
δέβα τον καιρό σ’ χάρ’ -ι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αλατόριζαελατόριζες
ανεγνώριμαμη γνώριμα, άγνωστα, ξένα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αραεύ’νεψάχνουν, αναζητούν, γυρεύουν aramak
αρρωσταίντςαρρωσταίνεις
αφκάκάτω
γυναίκ’ςγυναίκες
δέβα(προστ.) πήγαινε
δείσανομίχλη δεῖσα=υγρασία, λάσπη, βρωμιά
δι͜αρμενεύωσυμβουλεύω, νουθετώ μσν. ὁρμηνεύω < αρχ. ἑρμηνεύω
λέτενλέτε
μαραγγουλιάτενμαραζώνετε, μαραίνεστε, μτφ. σκυθρωπιάζετε μαραγγιάω
ομμάτι͜αμάτια
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρώραςπρόωρα, παράκαιρα
πόδαςίχνη, πατημασιές, βήματα
συνταυλείσυνδαυλίζει, ανακινεί του δαυλούς ώστε να ζωηρέψει το πυρ της εστίας, μτφ. «παροξύνει», «ανακινεί» πάθη
τσοιτους/τις
χ̌ι͜ονίζ’χιονίζει
χάρ’(προστ.) χαίρε, να χαρείς
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αλατόριζαελατόριζες
ανεγνώριμαμη γνώριμα, άγνωστα, ξένα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αραεύ’νεψάχνουν, αναζητούν, γυρεύουν aramak
αρρωσταίντςαρρωσταίνεις
αφκάκάτω
γυναίκ’ςγυναίκες
δέβα(προστ.) πήγαινε
δείσανομίχλη δεῖσα=υγρασία, λάσπη, βρωμιά
δι͜αρμενεύωσυμβουλεύω, νουθετώ μσν. ὁρμηνεύω < αρχ. ἑρμηνεύω
λέτενλέτε
μαραγγουλιάτενμαραζώνετε, μαραίνεστε, μτφ. σκυθρωπιάζετε μαραγγιάω
ομμάτι͜αμάτια
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρώραςπρόωρα, παράκαιρα
πόδαςίχνη, πατημασιές, βήματα
συνταυλείσυνδαυλίζει, ανακινεί του δαυλούς ώστε να ζωηρέψει το πυρ της εστίας, μτφ. «παροξύνει», «ανακινεί» πάθη
τσοιτους/τις
χ̌ι͜ονίζ’χιονίζει
χάρ’(προστ.) χαίρε, να χαρείς
Ομμάτι͜α μ’, δι͜αρμενεύω σας

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost